Persoane interesate

21.07.2011

Η Ορθοδοξη Εκκλησια στη Βεσσαραβια απο το 1918 μεχρι το 1940




Η Ορθοδοξη Εκκλησια στη Βεσσαραβια
απο το 1918 μεχρι το 1940

Η πολιτική κατάσταση στη Βεσσαραβία
Το 27 Μαρτίου 1918 ο Σφατούλ Τσέρι ενέκρινε ψήφισμα για τη συνένωση της Βεσσαραβίας με τη Ρουμανία. Το ψήφισμα έγινε δεκτό με ψήφους 86 υπέρ, 3 κατά και 36 αποχές. Απείχαν κυρίως οι αντιπρόσωποι των γερμανικών, βουλγαρικών και γκαγκαουζικών μειονοτήτων. Ο αντιπρόσωπος της αγροτικής φράξιας Β. Τσιγανκό και ο αντιπρόσωπος της ρωσικής πολιτιστικής ένωσης Α. Γκρεκούλοφ εκδήλωσαν, ότι το ζήτημα της συνένωσης μπορεί να αποφασιστεί μόνο με το δημοψήφισμα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του ψηφίσματος η Βεσσαραβία περιήλθε υπό τη κατοχή της Μεγάλης Ρουμανίας ως αυτόνομη περιοχή.

Στη συνεδρίαση του Σφατούλ Τσέρι, που έγινε 25-26 Νοεμβρίου 1918, χωρίς την απαρτία με ψήφους 36 υπέρ αποφάσισαν να γίνει η απόλυτη προσάρτηση της Βεσσαραβίας στη Ρουμανία. Αυτή η απόφαση κατάργησε του όρους του συμβολαίου απ' το 27 Μαρτίου 1918. Αμέσως μετά την πράξη αυτή ο Σφατούλ Τσέρι σταμάτησε την ύπαρξή του.

Η Αντάντ προσέφερε στη Σοβιετική Ρωσία τη βοήθειά της στις διαπραγματεύσεις με τη Ρουμανία. Το Φεβρουάριο 1918 υπογράφτηκε το πρωτόκολλο για την εξάλειψη της ρωσικό-ρουμανικής σύγκρουση, και το 5-9 Μαρτίου εκλύθηκε η συμφωνία μεταξύ τη Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία (ΡΣΟΣΔ) και τη Ρουμανία για την αποχώρηση των ρουμανικών στρατευμάτων από τη Βεσσαραβία. Με τη συνθήκη αυτή η Ρουμανία υποχρεώθηκε να αποσύρει τα στρατεύματά της μέσα στους δύο μήνες. Αλλά, εκμεταλλεύοντας τη δύσκολη πολιτική κατάσταση στη Σοβιετική Ρωσία (η εισβολή των αύστρογερμανικών στρατευμάτων και η προσωρινή υποχώρηση των Ρώσων), η ρουμανική κυβέρνηση καταπάτησε την συμφωνία και προσάρτησε τη Βεσσαραβία. Σε 'κείνη τη περίοδο στη Βεσσαραβία γινόταν πολλές επαναστάσεις κατά τη Ρουμανική εξουσία.

Διοργάνωση: η Εκκλησία στη Βεσσαραβία μετά τη συνένωση με τη Ρουμανία
Αμέσως μετά τη προσχώρηση της Βεσσαραβίας στη Ρουμανία, που έγινε 27 Μαρτίου ή 9 Απριλίου (με το καινούριο ημερολόγιο) 1918, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βεσσαραβίας έκοψε τις σχέσεις με το Πατριαρχείο της Μόσχας. Μ' άλλα λόγια μετά από την κομμουνιστική επανάσταση του 1917 οι πιστοί της Βεσσαραβίας έμειναν χωρίς τους ιεράρχες, πολύ περισσότερο που ο τελευταίος ιεράρχης της Μολδαβίας της ρωσικής καταγωγής Αναστάσιος Γριμπανόφσι άφησε την καθέδρα του Κισινιόφ το 1918 και ύστερα μπήκε επί κεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας του Εξωτερικού[1].

14 Ιουνίου 1918 η Ιερά Σύνοδος του Βουκουρέστι διόρισε τον επίσκοπο Χουσσίας Νικόδημο Μουντιάνα[2] τοποτηρητής της καθέδρας του Κισινιόφ, παίρνοντας υπ' όψη, ότι ο ιεράρχης αυτός ήταν τελειόφοιτος της ακαδημίας του Κιέβου, ήξερε τη ρωσική γλώσσα, παραδόσεις του ρωσικού λαού και είχε την ικανότητα να φέρνει όλη την εκκλησία της Βεσσαραβίας υπό το ωμοφόριο του πατριαρχείου της Ρουμανίας. Ο καινούριος επαρχιούχος άρχισε τη δράση του με την αναδιοργάνωση της γραμματείας, εισαγωγή της ρουμανικής γλώσσας στη λειτουργία και στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του σεμιναρίου του Κισινιόφ. Στο σεμινάριο έφερε πολλούς νέους και ενεργούς καθηγητές, μεταξύ των οποίων μπορούμε να αναφέρουμε τον αρχιμανδρίτη Βησσαρίων Πούα. Ο επίσκοπος Νικόδημος έμεινε στο Κισινιόφ μέχρι το 31 Δεκεμβρίου 1919, όταν επέστεψε στην επαρχία του. Ύστερα (το 1928) εξελέγη  δεύτερος Πατριάρχης της Ρουμανικής Εκκλησίας.

Ο δεύτερος ιεράρχης της Βεσσαραβίας έγινε ο Γούριος Γρόσου[3], επίσκοπος του Μποτοσάν, κατ' αρχήν ως προσωρινός επαρχιούχος (από 1 Ιανουαρίου 1920) και μετά ως τιτλοφόρος αρχιεπίσκοπος (από 21 Φεβρουαρίου 1920). Γεννήθηκε στο χωριό Νιμορέν, που βρίσκεται στη περιοχή Λαπουσνά. Τελείωσε το σεμινάριο του Κισινιόφ και ύστερα πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου. Εκάρη μοναχός στο μοναστήρι Νέα Νιαμιτσά. Η διακονία του στη περιοχή εκείνη (που βρισκόταν η Μονή) ήταν η αντί-αιρετική ιεραποστολή.

Λόγω των προρουμανικών απόψεών του τον έστειλαν σ' ένα μοναστήρι στη περιφέρεια του Σμολένσκ. Επέστρεψε μόνο το 1917 και πήρε μέρος στη συνένωση της Βεσσαραβίας και Ρουμανίας. Εξέδωσε το ρουμανικό αλφάβητο για τα παιδιά, τα θεολογικά εγχειρίδια, τα βιβλία των Ρώσων πατέρων μεταφρασμένα στα ρουμάνικα. Ήταν ο πρωτουργός της ίδρυσης της Θεολογικής Σχολής του Κισινιόφ.

Το 1918 η Ιερά Σύνοδος διόρισε το Γούρια βοηθό επίσκοπο της Μητρόπολης της Μολδαβίας με τίτλο «Μποτοσανιάνου», και το 1920 τον εστείλαν στη Βεσσαραβία. Το 1928 η αρχιεπισκοπή του Κισινιόφ προήχθη στο πιο υψηλό βαθμό της Μητρόπολης, και ο αρχιερέας της έγινε μητροπολίτης. Λειτουργούσε μέχρι το 1936, όταν ένεκα τις διαφωνίες με τη Σύνοδο και της πολιτικής επέμβασης του ρουμανικού αυτοκράτορα Κάρολο Β' στης υποθέσεις της Μητρόπολης της Βεσσαραβίας, τον καθαίρεσαν από την έδρα του. Ο μητροπολίτης Γούριας πέρασε τα τελευταία του χρόνια (+14 Νοεμβρίου 1943) στο μοναστήρι Τσερνίκα, το οποίο βρίσκεται κοντά στο Βουκουρέστι.

Μετά το μητροπολίτη Γούρια, τη καθέδρα την παρείχαν οι προσωρινοί επαρχιούχοι αρχιερείς: ο Νικόδημος Μουντιάνου (νοέμβριος 1936 – ιούνιος 1937), ο Κοσμά Πετρόβιτς[4] (Ιούνιος 1937 – Φεβρουάριος 1938) και ο Εφραίμ Ενεκέσκου Τιγνιάνην[5]. Εφραίμ γεννήθηκε στο Ολτένιο (Ρουμανία), για κάποιο καιρό ήταν καθηγητής στο σεμινάριο, το Φεβρουάριο 1938 εξελέγη και 6 Μαρτίου  χειροτονήθηκε στο Κισινιόφ. Κυριαρχούσε την επαρχία μέχρι το 12 Ιανουαρίου 1944.

10 Μαρτίου 1923 στη Βεσσαραβία οργανώθηκαν 2 καινούριες επαρχίες: μία – του Βέλγοροντ-Ισμαήλ στη περιοχή Τσετάτια-Άλμπα (Βέλγοροντ-Ντνεστρόφσκ) με τη έδρα στη πόλη Ισμαήλ και άλλη – του Χοτήν με τη έδρα στη πόλη Μπελτσύ. Ο πρώτος επίσκοπος του Ισμαήλ έγινε ο Νεκτάριος Κοτλιαρτσούκ[6] (1875-1935), γεννήθηκε στη Μπουκοβίνα, διδάκτωρ της θεολογίας και φιλοσοφίας, καθηγητής και κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τσερνοβίτσι, συγγραφέας των μερικών μονογραφιών στα γερμανικά και ρουμάνικα[7]. Έχει συμμετάσχει σε δεκάδες επιστημονικά οικουμενικά συνέδρια. Χειροτονήθηκε μητροπολίτης στις 20 Μαΐου 1923, αλλά έμεινε στην έδρα πολύ λίγο καιρό, επειδή στις 7 Νοεμβρίου 1924 εξελέγη επικεφαλής της Μητρόπολης της Μπουκοβίνας με την έδρα στο Τσερνοβίτσι.

Μετά από το Νεκτάριο την έδρα ανέλαβε (17 Δεκεμβρίου 1924) ο Ιουστινιανός Τεκουλέσκου[8] (1865-1932), οποίος γεννήθηκε στο Αρδιάλ και έμεινε στην έδρα μέχρι τη κοίμηση του (16 Ιουλίου 1932).

Ο επόμενος ήταν ο Διονύσιος Ερχάν[9] (1868-1943), γεννήθηκε στη Βεσσαραβία (χωριό Μπαρδάρ, περιοχή Λαπούσνα). Πέρασε τα νεαρά του χρόνια στη Μονή Σουρουτσέν της οποίας ύστερα έγινε και ηγούμενος. Εν αρχή έγινε (20 οκτοβρίου 1933) προσωρινός επαρχιούχος, επειδή δεν είχε τη θεολογική εκπαίδευση και δια αυτού του λόγου χειροτονήθηκε μόνο στις 15 Μαΐου. Ήταν καλός διαχειριστής, καθοδηγούσε τα ιεραποστολικά και ποιμαντικά εκκλησιαστικά ιδρύματα. Το 1940 αναγκάστηκε να μετακινήσει στη Ρουμανία, όπου μπήκε επί κεφαλής της επισκοπής Αρτζές. Απολύθηκε (1 Σεπτεμβρίου 1941) και επέστρεψε στη Βεσσαραβία. Πέθανε στις 17 Σεπτεμβρίου 1943 στο μοναστήρι Σουρουτσέν.

Ο πρώτος αρχιερέας της επισκοπής Χοτινής ήταν ο Βησσαρίων Πούος[10] (1879-1964). Γεννήθηκε στο Πασκάν (Ρουμανία), σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Βουκουρέστι, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου: για κάποιο καιρό ήταν διευθυντής του σεμιναρίου του Κισινιόφ. Η δράση του ως αρχιερέα της επισκοπής της Χοτινής ήταν μεγάλη: χτίστηκε πολλές εκκλησίες μεταξύ των οποίων μεγάλο ναό στο Μπελτσύ, χτίστηκε καινούριο κτίριο για τον επαρχιακό οίκο και πνευματικό κέντρο της επισκοπής, ίδρυσε πολλά καινούρια μοναστήρια και σκήτες. Το 1935 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης της Μπουκοβίνας. Το 1944 αναγκάστηκε να φύγει στην Ευρώπη, όπου έγινε ιδρυτής της ευρωπαϊκής επισκοπής της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας. Πέθανε το 1964 στο Παρίσι. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων και συλλογών των ομιλητικών κειμένων. Ειδικά, όταν ήταν έξαρχος των μονών της Βεσσαραβίας (1918-1921) έγραψε την μονογραφία για την ιστορία των βεσσαραβικών μονών[11].

Ο Τίτος Συμεδρά[12] (1886-1971) εξελέγη καινούριος επίσκοπος του Χοτήν το Δεκέμβριο 1935. Μέχρι τότε, ήταν βοηθός επίσκοπος στο Βουκουρέστι. Ο Τίτος συνέχισε τη δράση του προηγουμένου αρχιερέα. Το 1940 προήχθη Μητροπολίτης της Μπουκοβίνας και απέβαλλε το 1945. Είναι γνωστός συγγραφέας των βιβλίων για την ιστορία της εκκλησίας[13].

Τα 20 χρόνια της δράσης των προαναφερθών ιεραρχών στη Βεσσαραβία έφερναν τα σημαντικά αποτελέσματα. Συνεχίστηκε η λειτουργία των διάφορων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και οργανώσεων ως τα εξής: «Η Ένωση των Ορθοδόξων Ιερέων της Βεσσαραβίας», η Ιεραποστολική Αδελφότητα «Η Γέννηση του Χριστού», «Oastea Domnului» - «Ο Στρατός του Θεού», ο Σύλλογος των Νεαρών του Αγίου Γεωργίου, ο Ιεραποστολικός Κύκλος των Φοιτητών κ.λ.π.

Η ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στη δράση κατά των αιρέσεων. Έτσι το 1930 στη Βεσσαραβία υπήρχαν μόνο 19200 σεκτάντες (14997 βαπτιστές, 1540 αντβεντιστές, 619 ευαγγελιστές, 751 μιλεναριστές, 986 μολοκάνες, 399 ιννοκεντιστές). Το ιεραποστολικό συνέδριο έγινε δύο φορές στο Κισινιόφ το 1929 και το 1930.

Από το 1929 στο Κισινιόφ ξεκίνησε η έκδοση του περιοδικού «Ιεραπόστολος» (ο αρχισυντάκτης – ιερέας Αλέξανδρος Σκβοζνικόφ). Ακόμα και εκδίδονται διάφορα κατηχητικά φυλλάδια.

Θεολογική εκπαίδευση
Το 1926 ιδρύθηκε η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιάσσκ του Κισινιόφ. Στη καινούρια Σχολή δίδασκαν οι γνωστοί θεολόγοι: Βασίλειος Ράδου[14] (Παλιά Διαθήκη), Γκάλα Γκαλακτίον[15] (Καινή Διαθήκη), Νικηφόρος Κραΐνηκ[16] (Ιστορία της σύγχρονης θρησκευτικής λογοτεχνίας), Φωμά Μπουλάτ[17] (Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας), Κωνσταντίνος Τομέσκου[18] (Ιστορία της Ρουμάνικης Εκκλησίας), Ιωάννης Σάβην[19] (Εκκλησιαστική γραμματεία), αδέλφια Υιορδεκέσκου Τσιτσερόνε[20] και Βαλέριος [21] (Πατρολογία και Χριστιανική Ηθική), αρχιμ. Ιούλιος Σκριμπάν[22] (Ομιλητική και Κατηχητική), Νικόλαος Ποπέσκου-Πράχοβα[23] (Εκκλησιαστικό Δίκαιο), ιερέας Σέργιος Μπεζάν[24] (Δογματική), Ηλίας Τόκαν[25] (Ερμηνεία της Παλιάς Διαθήκης), Στέφανος Τσομπάνου (Ιστορία της παλαιορουμανικής λογοτεχνίας), Αλέξανδρος Βολδούρ (Ιστορία της Ρουμανίας) και άλλα.

Σ' εκείνη τη περίοδο ο Βασίλειος Ράδου και Γκάλη Γκαλακτίον μετέφρασαν και εξέδωσαν το Βίβλο σε δύο εκδόσεις (1936 και 1938)[26]. Ο καθηγητής Τσιτσερόνε Υιορδέσκου εξέδωσε την πρώτη του πραγματεία για τη Πατρολογία στους τρεις τόμους[27]. Οι καθηγητές Φωμά Βουλάτ και Κωνσταντίνος Τομέσκου έγραψαν δεκάδες μονογραφίες για την ιστορία της Χριστιανικής και Ρουμάνικής Εκκλησίες, Σέργιος Μπεζάν και Κωνσταντίνος Τομέσκου μετέφρασαν το βιβλίο του γνωστού Ρώσου θεολόγου Παύλου Σβετλόφ «Η εισαγωγή στην απολογητική θεολογία», αρχιμανδρίτης Ιούλιος Σκριμπάν δημοσίευσε τα ομιλητικά άρθρα του στα εκκλησιαστικά περιοδικά. Γκάλα Γκαλακτιόν και Νικηφόρος Κραΐνηκ μελέτησαν την φιλοσοφία, δημοσιολογική αρθρογραφία και λογοτεχνία ειδικεύοντας ο πρώτος στη πεζογραφία και ο δεύτερος στη ποίηση.

Ακόμα και οι μερικοί καθηγητές αναγορεύθηκαν διδάκτορες: Αντίμιος Νίκα – μέλλον επίσκοπος του Βελιγράδι-Δνεστρόβσκι, Ισίδωρος Τοδοράν – καθηγητής της θεολογίας στο Σιβίου και Κλούζ, Βασίλειος Βασιλάκη – μέλλον βοηθός επίσκοπος της Ρουμάνικης Εκκλησίας στην Αμερική, Αλέξανδρος Σεβέριν, Νικόλαος Τσούδην κ.λ.π.

Μεταξύ των διακεκριμένων πτυχιούχων μπορούμε να αναφέρουμε τους καθηγητές Πάουλ Μιχαήλ[28], ιερέα Αλεξάνδρου Τσουρήν, ιερέα και συγγραφέα Γεωργίου Κουνέσκου, γνωστούς δημοσιολόγους Βασίλειο Τσεπορδέϊ, Σέργιο Ρόσκα, Αλέξανδρο Βαρδιέρου, Νικόλαο Μλάδην – μέλλον μητροπολίτης του Αρδιάλου, ενας Ελληνας – ιερέα Κωνσταντίνος Μοραιτακις (πρωτος ξενος που σπουδασα εδω) και πολλούς άλλους.

Το 1940-1941 η Σχολή μεταφέρθηκε στην Ιάσσα, αλλά το φθινόπωρο 1941 δεν επιστράφηκε πίσω στο Κισινιόφ, επειδή το Υπουργείο της Εκπαιδεύσεως έδωσε την εντολή του για τη συγχώνευση των δύο Θεολογικών Σχολίων του Κισινιόφ και του Τσερνοβίτσι. Έτσι κάποιοι καθηγητές μετακίνησαν στο Τσερνοβίτσι και κάποιοι έφυγαν στο Βουκουρέστι.

Η ιερατική σχολή «Μητροπολίτης Γαβριήλ Μπουνολέσκου» αναδιοργανώθηκε το 1927 και η χρονική διάρκεια σπουδών αντί να παραμένει δεκαετής έγινε οκταετής. Σ' εκείνη τη σχολή όλοι οι δάσκαλοι ήταν ρουμανόφωνοι, είτε ήταν ντόπιοι ή της ρουμάνικης καταγωγής.

Μεταξύ των ετών 1920-1930 άνοιξαν δύο καινούριες ιερατικές σχολές (με την οκταετής εκπαίδευση) στις πόλεις Ισμαήλ και Εδινέτς. Οι σχολές αναγνωστών άρχισαν να λειτουργήσουν στο Κισινιόφ και στη Μονή Δομπρούς. Ταυτόχρονα με τη βοήθεια της αρχιεπισκοπής του Κισινίοφ οργανώθηκαν: ένα γυμνάσιο και ένα λύκειο για τα κορίτσια (που λειτουργούσαν στο Κισινίοφ).

Με το στόχο να αυξάνεται το επίπεδο των γνώσεων του κλήρου και να χορηγηθούν τα μοναστήρια με τους μορφωμένους ψάλτες και αναγνώστες, το 1923 ο Μακαριότατος Βησσαρίων έδωσε την εντολή να οργανωθεί στη μονή Δομπρούς η Σχολή Αναγνωστών, η οποία άρχισε να λειτουργήσει λόγω των οργανωτικών προβλημάτων μόνο το 1924. Ο ηγούμενος της Μονής αρχιμανδρίτης Ευγένιος Λάος έγινε πρύτανις της Σχολής αυτής ακόμα και καθηγητής, επειδή ήταν διδάκτωρ της θεολογίας του Πανεπιστημίου του Τσερνοβίτσι. Μεταξύ των φοιτητών της Σχολής υπήρχαν οι μοναχοί της ίδιας μονής καθώς και οι ξένοι από άλλες περιοχές. Εκτός από τα θεολογικά και μουσικά μαθήματα οι σπουδαστές είχαν και πρακτικά μαθήματα στις διάφορες τέχνες μαθαίνοντας έτσι τις δυσκολίες της μοναχικής ζωής.

Στο πρωτόκολλο του 7 Ιουλίου 1925, το οποίο συντάχθηκε από την εξεταστική επιτροπή ένα χρόνο μετά την δημιουργία της Σχολής, διαβάζουμε, ότι «το μοναστηριακό περιβάλλον, η προσεκτική διήγηση και φροντίδα του διευθυντή βελτίωσαν την πνευματική κατάσταση των σπουδαστών σε σύντομο διάστημα – μόνο σε μερικές μήνες. Οι φοιτητές έδειξαν υψηλό επίπεδο των γνώσεων τους». (Proces-verbal. 7 iulie 1925 // ΗΑΡΜ, Φ. 1217, Οπ.1, Δ. 119, Λ. 27-27 οδ.).

Ο αρχιμανδρίτης Ιωακείμ (Ποπέσκου) έγινε επικεφαλής της Σχολής το 1928 . Τα μέσα διαβιώσεως της Σχολής παραδόθηκαν από την επαρχία του Χοτήν, από την ίδια τη Μονή και από τα δίδακτρα. Εκτός από τα μαθήματα της μουσικής διδάχτηκαν θεολογικές και κοινωνικές επιστήμονες. Η Σχολή οδηγούσε το κανόνισμα, το οποίο έχει συνταχθεί στην επισκοπή του Χοτήν.

Το 1927 ο Βησσαρίων (Πούου), επίσκοπος του Χοτήν οργάνωσε τη Σχολή Αγροτικών Επιστήμων για τις κοπέλες στο γυναικείο μοναστήρι Ζάμπκα. Η σχολή είχε ιδικό της κανόνισμα, συντεταγμένο στην επισκοπή του Χοτήν το 1928. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα συντάχθηκε σύμφωνα με το πρόγραμμα των γυμνάσιων (5 με 7 τάξεις). Το καλοκαίρι 1928 έβαζαν τα θεμέλια του κεντρικού κτήριο της Σχολής. Η μεταγενέστερη ιστορία της Σχολής είναι άγνωστη.

Έτσι μέσα σε ρουμάνικο πνεύμα διαμορφώθηκε η καινούρια γενιά των κληρικών και θεολόγων, οι οποίοι (εν συνέχεια) έφερναν πολλούς καρπούς. Ακόμα και δόθηκε μεγάλη σημασία στην εξάλειψη των ρωσικών παραδόσεων και κανόνων.

Η μοναχική ζωή
Τα μοναστήρια της Βεσσαραβίας συνέχισαν να παραμείνουν πνευματικά και ασκητικά κέντρα μέσα στη καινούρια πολιτική κατάσταση υπό τη κυριαρχία των Ρουμάνων αρχιερέων.

Διαμορφώνοντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της μέσα σ' εκείνη τη περίοδο, η εκκλησία έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον ασκητισμό, που εξελίχθηκε εντέλει σε μια ευρέως διαδεδομένη μοναστική παράδοση. Πολλές είναι οι μονές οι οποίες επεκτάθηκαν πληθυσμιακά, αναδεικνύοντας το μοναστικό κίνημα ως βάση της κοινωνικής, και πνευματικής ζωής.

Ταυτόχρονα ιδρύονται και πολλές σκήτες. Η ποσότητα των μοναχών αυξάνεται μέχρι 2400 αδελφούς. Δυστυχώς η οικονομική κατάσταση ήταν χειρότερη από πριν, όταν υπήρχε η Ρωσική Αυτοκρατορία, επειδή μετά την αγροτική μεταρρύθμιση του 1920, από τα μοναστήρια κατάσχεσαν όλα τα κτήματα εκτός από 50 εκτάρια των χωραφιών.

Μετά την υπαγωγή της Μονής Δομπρούς στη δικαιοδοσία επισκόπου Βησσαρίων Πούου η Μονή ανακαινίζεται. Μεταξύ των κτημάτων της Μονής βρισκόταν τα αγροκτήματα του Σερβέστ, τα οποία είχαν δωριθεί από την γυναίκα του βογιάρου Φωμά Κουζμά Αικατερίνης. Η έκταση των αγροκτημάτων αυτών ήταν 800 εκτάρια. Αλλά όταν έφτασε εκεί ο Βισσάριον, βρήκε μόνο μια μικρή λίμνη και ένα κομμάτι του οικόπεδου (περίπου 4 εκτάρια). Οι κάτοικοι του χωριού Σερβεσέν, κτισμένου πάνω σε πρώην μοναστηριακά κτήματα ζήτησαν τον επικεφαλή της επισκοπή του Χοτήν να ιδρυθεί σε 'κείνη τη περιοχή μια σκήτη. Και αυτή η ίδρυση πραγματοποιήθηκε στη 1 Ιουλίου 1925. Ο ηγούμενος της Μονής Δομπρούς έστειλε μερικούς μοναχούς και κάποια χρήσιμα υλικά για τη  διαμόρφωση της σκήτης. Ο πρώτος ηγούμενος της σκήτης ήταν ιερομόναχος Δανιήλ Γροαπέ, προήν αδελφός της σκήτης Ρούδ.

Σ' εκείνη τη περίοδο χτίστηκαν πολλές εκκλησίες (πάνω από εκατό), και περίπου τόσες ανακαινίστηκαν. Το 1925 στη Βεσσαραβία υπήρχαν 1090 εκκλησίες, στις οποίες λειτούργησαν 1104 ιερείς.

Εκκλησιαστική δημοσιολογική αρθρογραφία
Μεταξύ των κοινωνικών δράσεων της Εκκλησίας της Βεσσαραβίας δόθηκε μεγάλη σημασία στην ευρύς δημοσιολογική αρθρογραφία. Ιδιαίτερα σ' εκείνη τη περίοδο εκδόθηκαν πολλές διάφορες ιστορικές και θεολογικές μονογραφίες.

Ο ιερέας Κωνσταντίνος Ποπόβιτς, οποίος 40 χρόνια (1887-1927) δίδασκε τη θεολογία στο σεμινάριο του Κισινιόφ έγραψε τη μονογραφία «Θρησκευτικά, ηθικά και λειτουργικά μελετήματα» (1934, 456 σελ.) και συνέτασσε πολλά θρησκευτικά φυλλάδια. Ο καθηγητής και θεολόγος Νικόλαος Ποπόβσκι έγραψε δύο μονογραφίες «Το κίνημα στη Μπάλτα ή ο ιννοκεντισμός στη Βεσσαραβία» (1926), «Ιστορία της Εκκλησίας της Βεσσαραβίας στο 19-ο αιώνα» (1931) και άλλες ιστορικές μονογραφίες.

Ο ιερέας Αλέξανδρος Σκβοζνικόφ έγραψε τη μονογραφία: «Ψυχολογία των θρησκευτικών κινημάτων» (1939), εξέδωσε μια σειρά των φυλλάδιων ιεραποστολικού και κατηχητικού χαρακτήρα και μετέφρασε πολλά βιβλία των Ρώσων ιεραποστόλων.

Κάποιοι πτυχιούχοι της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κισινιόφ με τη καθοδήγηση των καθηγητών Νικηφόρου Κραΐνικου, Γάλα Γαλακτίον και Κωνσταντίνου Τομέσκου, έγραψαν τις πρώτες τους επιστημονικές ερευνήσεις, και με το καιρό έγιναν γνωστοί θεολόγοι. Μεταξύ των αυτών των πτυχιούχων βρίσκεται και το όνομα του ιερέα Παύλο Μιχαϊλόβιτς (με το ψευδώνυμο Πάουλ Μιχαήλ), ο οποίος έγραψε τα επόμενα έργα: «Πολιτιστικές και εκκλησιαστικές σχέσεις των Ρουμάνων και Ρώσων στις 15-20 αιώνες» (1932), «Μαρτυρίες για τους Ρουμάνους στη Βουλγαρία και Ελλάδα» (1933), «Ο ρουμανικός τύπος στη Βεσσαραβία από το 1812 έως το 1918» (1940) και πολλά άλλα, τα οποία εκτυπώθηκαν μετά το 1944.

Ο Άνθιμος Νίκα, τότε αρχιμανδρίτης, εξέδωσε τη διδακτορική του εργασία στο θέμα: «Χριστιανική ιεραποστολή μεταξύ των μουσουλμάνων στην Εγγύς Ανατολή» (1939). Υπάρχουν ακόμα δύο εξαιρετικές μεταπτυχιακές εργασίες, μια του Ευγενίου Προκόπαν, για τη ζωή και το έργο του Παϊσίου Βελιτκόβσκι (1933) και άλλη του Βασιλείου Τσεπορδέϊ – η μονογραφία για τον ιερέα και ποιητή Αλεξίου Ματτεβίτσι.

Το επίπεδο της ποιότητας των εκκλησιαστικών περιοδικών στη Βεσσαραβία δεν ήταν χαμηλότερο από τη Ρουμανία και Τρανσιλβανία. «Το λυχνάρι» („Luminătorul)[29] ήταν το πρώτο εκκλησιαστικό περιοδικό, η έκδοση του οποίου άρχισε το 1908 και και κυκλοφορούσε μέχρι το 1944 (ο αρχισυντάκτης Κωνσταντίνος Ποπόβιτς). Ταυτόχρονα εκδόθηκαν και άλλα περιοδικά: «Ιεραπόστολος» (Misionarul)[30] – το περιοδικό της ρουμανικής αντιπροσωπείας στη Βεσσαραβία (1929-1940), «Επαρχία του Χοτήν» – επίσημο περιοδικό της πόλης Μπελτσύ (1926-1940) συνεχίστηκε στα 1942-1943 με τη καινούρια ονομασία «Εκκλησία της Βεσσαραβίας» και «το φυλλάδιο της επαρχίας Μπέλγοροντ – Δνεστρόβσκι», εκδόθηκε στη πόλη Ισμαήλ (1923-1940). «Η συνένωση των Ορθοδόξων ιερέων της Βεσσαραβίας» εξέδωσε το εβδομαδιαίο «Η Ακτίνα».

Οι φοιτητές της Θεολογικής Σχολής του Κισινιόφ εξέδωσαν τα δικά τους περιοδικά «Φοιτητής» („Studentul”)[31] (1928-1933) και «Δημόσια σκέψη» (1936-1938). Ακόμα και οι σπουδαστές των ιερατικών σχολίων εξέδωσαν τα δικά τους περιοδικά: «Η γλώσσα μας» („Limba noastră”)[32] στο Κισινιόφ και «Το αστέρι» στο Ισμαήλ. Το επαρχιακό Λύκαιο του Κισινιόφ εξέδωσε το σχολικό περιοδικό «Οι χιονώδες». Εδώ πρέπει να υπογραμμίζουμε, ότι σ' όλα αυτά τα περιοδικά άρχισαν τη σταδιοδρομία τους οι μέλλων συγγραφές, ποιητές, ιστοριογράφοι, θεολόγοι.

Το περιοδικό του Ιστορικού Εκκλησιαστικού και Αρχαιολογικού Συνδέσμου[33] κυκλοφόρησε από τον αρχισυντάκτη του καθηγητή Ιωσήφ Παρχομόβιτς.

Από το 1929 μέχρι το 1039 οι καθηγητές Φωμά Μπουλάτ και Κωνσταντίνος Τομέσκου εξέδωσαν το ιστορικό περιοδικό: «Τα αρχειακά υλικά της Βεσσαραβίας» (Arhivele Basarabiei)[34], στο Κισινιόφ, στο οποίο δημοσιεύθηκαν σειρές των άρθρων για την ιστορία της Βεσσαραβίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βεσσαραβίας.

Η πολύτιμη συμβολή στην ανάπτυξη της εκκλησιαστικής μουσικής έφερναν δύο ιερείς: Μιχαήλ Μπερεζόβσκι (1868-1940)[35], οποίος στη διάρκεια 40 ετών ήταν ο χοράρχης στη Μητρόπολη του Κισινιόφ, μουσικοδιδάσκαλος και μουσικοσυνθέτης και Αλέξανδρος Κριστέα, μουσικός, που είναι ακόμα και ο συνθέτις της μουσικής για τον ύμνο της Μολδαβίας.

Στο τέλος θα ήθελα να σημειώσω, ότι με τη πνευματική ανάπτυξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βεσσαραβίας έλαβαν την κρατική υποστήριξη και άλλες γενικές εκκλησιαστικές κοινωνίες. Έτσι το 1925 στη Βεσσαραβία η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία περιείχε τους 13325 πιστούς, η ευαγγελική εκκλησία – 78000 πιστούς της γερμανικής προέλευσης, η αρμένικη εκκλησία – 16665 πιστούς και 7 ναούς και εκκλησία των παλαιοπιστών – 20340 πιστούς. Η εβραϊκή κοινότητα περιείχε 300000 πιστούς και 366 συναγωγές.


Πρεσβητερος Μαχιμος Μελιντι



ΒιβλιογραφIα:

Μονογραφιες:
Anuarul Eparhiei Chişinăului şi a Hotinului, Chişinău 1922.
Bălţi. Consacrat celei de-a 585-a aniversare a înfiinţării oraşului Bălţi, Chişinău 2006.
Buzilă B., Din istoria vieţii bisericeşti din Basarabia, Bucureşti/Chişinău 1996.
Episcopia Hotinului. Anuar, Chişinău 1930.
Localităţile Republicii Moldova, Vol. I (A-Bez), Chişinău 1999.
Mitropolitul Gurie Grosu – misiunea de credinţă şi cultură: Culegere de articole şi studii despre Mitropolitul Gurie Grosu al Basarabiei (1877-1943) / Biblioteca Municipală B.P.Hasdeu; îngrijită şi coordonată de Silvia Grossu; redactor: Vlad Pohilă. – Ch.: Epigraf S.R.L., 2007. 
Păcurariu M., Basarabia. Aspecte din istoria Bisericii şi a neamului românesc, Iaşi 1993.
Popovschi N., Istoria Bisericii din Basarabia în veacul al XIX-lea sub ruşi, Chişinău 1931.
PUIU V., Mănăstirile din Basarabia, Chişinău 1919.
Тираспольско-Дубоссарская Епархия. Страницы истории, Тирасполь 2005.
VIZITIU M., POPA V., Istoria învăţământului teologic superior din Moldova şi Bucovina, Iaşi 2007.

Εκκλησιαστικα Περιοδικα:
Fuştei N., Curierul Ortodox – o rază de iluminare culturală şi spirituală (istorie şi catalogul tematic al articolelor publicate în perioada 24.06.1995-16.06.2005). Chişinău 2006.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, „Revista Luminătorul – 100 ani”, Curierul Ortodox, Nr. 4 (199), Chişinău 2008, σ. 6.
MELINTI M., O rază de iluminare culturală şi spirituală. Recenzie la Fuştei Nicolae. Curierul Ortodox – o rază de iluminare culturală şi spirituală (istorie şi catalogul tematic al articolelor publicate în perioada 24.06.1995-16.06.2005) / Nicolae Fuştei; Acad. de Şt. a Rep. Moldova. Inst. de Ist., Stat şi Drept. – Ch.: PRAG-3, 2006. – 190 p.”, Biblio Polis. Revistă de biblioteconomie şi ştiinţe ale informării, editată de Biblioteca Municipală „B.P. Haşdeu” din Chişinău, Vol. 23 (2007), Nr. 3 (Serie nouă), Chişinău 2007, σσ. 111-113.


Θεολογική εκπαίδευση:
 Cubreacov v., „Facultatea de Teologie a Universităţii din Iaşi cu sediul la Chişinău”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σ. 214.
Facultatea de Teologie”, o Biserică „cu două altare””, Buzilă B., Din istoria vieţii bisericeşti din Basarabia, Bucureşti/Chişinău 1996, σσ. 167-197.
GOREANU V., „Nichifor Crainic şi prima catedră de Ascetică şi Mistică în învăţământul superior din România, la Facultatea de Teologie din Chişinău”, Luminătorul, Nr. 2/2004, σσ. 56-63.
„Înfiinţarea Facultăţii de Teologie la Chişinău”, Cugetul, Nr. 2/2000, σσ. 55-57.
MIHAIL P., „Facultatea de Teologie a Universităţii din Iaşi (1926-1940)”, Luminătorul, Nr. 2/1992, σσ. 38-40.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, „Preotul Constantin Moraitachis, primul licenţiat străin al Facultăţii de Teologie din Chişinău”, Luminătorul, Nr. 6/1992, σσ. 53-55.
Palade Gh., „Facultatea de Teologie din Chişinău. Profesori şi studenţii (1926-1940)”, Cugetul, Nr. 2/2000, σσ. 42-50.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, „Soarta Facultăţii de Teologie din Chişinău după refugiul de la 28 iunie 1940”, Cugetul, Nr. 3-4/2001, σσ. 31-40.
POPESCU-DELENT I., „Student la Chişinău (Republica Moldova), Basarabia, acum 60 de ani”, Luminătorul, Nr. 6/1992, σσ. 47-52.
POPESCU-PRAHOVA N., „Facultatea de Teologie din Chişinău în ultimii zece ani”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 5-6/1940, σσ. 391-397.
VRONOVCHI C., VRONOVSCHI L., Şcoala Eparhială de Fete din Chişinău, Chişinău 1995.

Η μοναχική ζωή:
Ганицкий М., „Монастыри в Бессарабии”, Кишиневские Епархиальные Вести, 1883, Т. 16, σσ. 535-536.
Eşanu A., Eşanu V., Fuştei N., Pelin V, Negrei I., Mănăstirea Căpriana (sec. XV-XX): Studiu istoric, documente, cărţi, inscripţii şi alte materiale, Chişinău 2003.
Golub V., Mănăstirea Curchi, Orhei 2000.
Ilviţchi L., Mănăstirile şi schiturile din Basarabia, Chişinău 1999.
Крушеван П.А. Бессарабия. Географический, исторический, статистический, экономический, этнографический, литературный и справочный сборник, Москва 1903.  
Locaşuri sfinte din Basarabia, Chişinău 2001.
Melinti M., „Гербовецкий в честь Успения Пресвятой Богородицы мужской монастырь” Православная Энциклопедия, Том XI (Георгий – Гомар), Москва 2006, σσ. 193-194.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, „Димитрия Солунского Великомученика женский монастырь”, Православная Энциклопедия, Том XV (Дмитрий – Дополнение к «Актам историческим»), Москва 2007, σσ. 204-205.
Melinti M., Masieli S., „Добружский во имя Святителя Николая чудотворца мужской монастырь”, Православная Энциклопедия, Том XV (Дмитрий – Дополнение к «Актам историческим»), Москва 2007, σσ. 513-514.
Mănăstiri Basarabene, Chişinău 1995.
Мурзакевич Н., „Добружский Николаевский мужеский монастырь”, Записки Одесского Отдела Истории и Древностей, Од. 1848, σσ. 313-314;
Нафанаил Архим., „Описание Гербовецкого Свято-Успенского монастыря, состоящего в Кишиневской епархии”, Кишиневские Епархиальные Ведомости, 1874, № 11, σσ. 420-427; № 12, σσ. 455-464; № 14, σσ. 520-535; № 16, σσ. 580-592; № 20, σσ. 758-763;
PUIU V., Mănăstirile din Basarabia, Chişinău 1919.
Защук А., Материалы для географии статистики России, собранные офицерами генерального штаба, СПб 1862.







[1] Εγκατάλειψε τη Ρωσία το 1919. Διοικούσε τις ρωσικές ορθόδοξες κοινότητες στη Κωνσταντινούπολη. Περίπου το 1924 τον εξόρισαν από τη Κωνσταντινούπολη λόγω της «αντιτουρκικής προπαγάνδας». Από το 1924 μέχρι το 1935 αναλάμβανε την αρχή της ρωσικής εκκλησίας στη Παλαιστίνη. Χειροτονήθηκε μητροπολίτης το 1935 και έγινε επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας του Εξωτερικού. Το φθινόπωρο 1944 εκκενώθηκε μαζί με τους αρχιερείς και τη γραμματεία στη Βιέννη, το 1945 – στο Μόναχο και το 1950 εγκαταστάθηκε στην ΗΠΑ. Το 1964 απέσυρε και πέθανε 9(22) Μαΐου 1965 στη Νέα-Υόρκη. Ο τάφος του βρίσκεται στο κοιμητήριο του μοναστήρι της Αγίας Τριάδος στο Τζορντανβίλ (ΗΠΑ).
[2] ANGELESCU C., „Contibuţii la biografia patriarhului Nicodim”, Mitropoliei Moldovei şi Bucovinei, Nr. 1-2/1979, σσ. 168-171; MANOLACHE T., Bibliografia I.P.S. Nicodim, Patriarhul României, Mănăstirea Neamţ, 1947, 180 σ.; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 321-323.
[3] Buzilă B., Din istoria vieţii bisericeşti din Basarabia, Bucureşti/Chişinău 1996, σσ. 284-326; CUNESCU Gh., „Mitropolitul Gurie al Basarabiei – iubitor al cărţii româneşti”, Telegraful Român, Nr. 45-48/1992; „Grosu Gurie”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σ. 236; MALANEŢCHI V., Păstorul de neam. Creionări la profilul moral-spiritual al Mitropolitului Gurie Grosu, Chişinău 2007; Mitropolitul Gurie. Misiune de credinţă şi cultură. Culegere de articole şi studii despre Mitropolitul Gurie (Grosu) al Basarabiei (1877-1943) îngrijită şi coordonată de Silvia Grossu, Chişinău 2007; NEGRU N., „Cazul Mitropolitului Gurie: noi puncte de vedere”, Cugetul, Nr. 2/2000, σσ. 32-37; Păcurariu M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 208-209; „Gurie Grosu, primul arhiepiscop şi mitropolit al Basarabiei Româneşti (1920-1941)”, VASILESCU Gh., „Mitropolitul Gurie Grosu al Basarabiei”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 10-12/1993, σσ.  95-106; VORNICESCU N., Studii de Teologie Istorică. Antologie, Craiova 1998, σσ. 145-154; Mitropolitul Gurie Grosu – misiunea de credinţă şi cultură: Culegere de articole şi studii despre Mitropolitul Gurie Grosu al Basarabiei (1877-1943) / Biblioteca Municipală B.P.Hasdeu; îngrijită şi coordonată de Silvia Grossu; redactor: Vlad Pohilă. – Ch.: Epigraf S.R.L., 2007.
[4] DRĂGOI E., Ierarhi şi preoţi de seamă la Dunărea de Jos, 1864-1989, Galaţi 1990, σσ. 47-49; „Necrolog”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 3-4/1949, σσ. 65-66; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σ. 363.
[5] „Alegerea, hirotonia şi instalarea P.S. arhiereu vicar Efrem Tighineanul”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 1-4/1938, σσ. 176-180; Arhiereul Efrem Tighineanul, Chişinău 1942; Buzilă B., Din istoria vieţii bisericeşti din Basarabia, Bucureşti/Chişinău 1996, σσ. 327-343; „Enăchescu Efrem”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σσ. 208-209; MANEA V., Preoţii ortodocşi în închisorile comuniste, f.a.; „Necrolog”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 11-12/1968, σσ. 1411-1414; „Necrolog”, Glasul Bisericii, Nr. 11-12/1968, σσ. 1242-1244; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σ. 172.
[6] CÂNDEA R., „Nectarie N. Cotlarciuc”, Candela, Nr. 3-4/1923, σσ. 81-86; ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, „Mitropolitul Nectarie”, Calendarul Glasul Bucovinei pe an. 1925, σσ. 11-14; GHEORGHIU V., „Arhiepiscopul şi Mitropolitul Nectarie din Bucovina”, Calendarul poporului pe anul 1927, Cernăuţi 1928, σσ. 52-55; LOCHIŢĂ, „Necrolog”, Candela, 1935, σσ. 1-4; LUTIC M., „Mic dicţionar al culturii româneşti din Bucovina: Nectarie Cotlarciuc”, Literatura şi Artă, Chişinău, Nr. 38/1993; ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, „Nectarie Cotlarciuc – un arhipăstor înzestrat cu alese virtuţi naţionale”, Glasul Bucovinei, Cernăuţi-Bucureşti, Nr. 3/1994, σσ. 19-27; MOROŞAN T., „Mitropolitul Nectarie Cotlariuc al Bucovinei”, Teologie şi viaţă, Nr. 4-6/1995, σσ. 205-211; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 134-135.
[7] Die Besetzungsweise der orthodoxen Patriarchalstuhles von Konstantinopel,  Mainz 1903, 70 σ.;  Ceva despre reforma patronatului Bisericii din Bucovina,  Cernăuţi 1904; Stifterrecht und Kirchenpatronat im Furstentum Moldau und der Bucovina, Stuttgart, 1907; Istoricul literaturii românilor din Bucovina (1775-1906), Cernăuţi 1906, 24 σ.; Kurhe ubersicht uber die rumanische Bibliologie, Wien 1911; Das Problen der immateriellen, geistlichen Seelensubstanz, Paderborn, 1910, XI + 266 σ.; Ocrotirea socială şi Biserica, Cernăuţi 1921, 80 σ.; Homiletische Formalstufentheorie, Paderbom 1915; Treptele formal psihologice în predică, Cernăuţi 1923, 106 σ.
[8] ABRUDEANU RUSU I., I.P.S. Sa Patriarhul României Dr. Miron Cristea, Bucureşti 1929, σσ. 383-385; Buletinul Episcopiei Cetăţii Albe-Ismail, Nr. 8/1932, σσ. 1-40; LĂCĂTUŞU I., Personalităţi din Covasna şi Harghita, Cluj-Napoca 1988, σσ. 151-158; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σ. 488; RUSU I., „Episcopul Iustinian Teculescu”, Îndrumătorul pastoral, Alba Iulia 1977, σσ. 253-254; SCRIBAN Iu., „Moartea episcopului Iustinian al Cetăţii Albe”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 9/1932, σσ. 608-610.
[9] Buletinul Episcopiei Cetăţii Albe-Ismail, 1938, 135 σ.; COLESNIC Iu., Basarabia necunoscută, Vol. 1., Chişinău 1993, σσ. 116-121; MIHAIL P., „Episcopul Dionisie Erhan”, Luminătorul, Chişinău, Nr. 3/1993, σσ. 53-55; NEGRU N., „Erhan Dionisie”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σσ. 210-211; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 173-174; POPESCU Gr., Preoţimea română şi întregimea neamului, Vol. II, Bucureşti 1940, σσ. 170-174; ŞERBĂNESCU N., „Episcopii Argeşului”, Mitropolia Olteniei, Nr. 7-8/1965, σ. 628.
[10] Aioanei T., „Mitropolitul Visarion Puiu – moment comemorativ”, Candela Moldovei, Ianuarie-Aprilie (2006), σ. 34; Basarab M., „Mitropolia Ortodoxă Română pentru Germania şi Europa centrală. Scurt istoric”, Mitropolia Moldovei şi Bucovinei, Nr. 5-8/2002, σ. 153; Cotos N., „Alegerea, investirea şi inscaunarea I.P.S. Mitropolit Visarion”, Candela, Nr. 1-12/1935, σσ. 44; Man D., „Visarion Puiu – un ierarh al românilor de pretutindeni”, Studia Universitas Babeş-Bolyai. Theologie Ortodoxa, Nr. 2/2006, σσ. 40; Mocanu M., „Mitropolitul Bucovinei, Visarion Puiu, un nedreptăţit al istoriei”, Mitropolia Moldovei şi Bucovinei, Nr. 1-4/1994, σσ. 147-156; NEGRU N., COLESNIC Iu., „Visarion Puiu”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σσ. 544-555; Păcurariu M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σ. 403; Puiu I., „Constantin N. Tomescu, 10 ani de la reînfiinţarea Episcopiei Hotinului, Institutul de arte grafice, Bucureşti, 1933, 331 pag.”, Candela, Nr. 1-12/1935, σσ. 341-342.
[11] Preоţii săteşti, Bucureşti 1902, 75 σ.; Creştinism şi naţionalitate.  Teză pentru licenţa, Bucureşti 1904, 105 σ.; Câteva cuvântări bisericeşti, Bucureşti 1904, 105 σ.; Din călătoriile ieromonahului rus Partenie prin Moldova, Vălenii de Munte 1910, 53 σ.; Mănăstirile de călugăriţe. Schiţe istorice, Bucureşti 1910; Din istoria vieţii monahale, Bucureşti 1911, 116 σ.; Mănăstirile din Basarabia, Chişinău 1919, 95 σ.; Predici pentru oraşe, Chisinău 1920, 232 σ.; Glas în pustie, Chişinău 1931, 1935; Documente basarabene, 2 vol., Chişinău 1928-1938.
[12] Enciclopedia istoriografiei româneşti, Bucureşti 1978, σ. 297; MOISESCU Gh., „Mitropolitul Tit Simedrea”, Almanahul parohiei ortodoxe române din Viena pe anul 1972, σσ. 241-242; „Necrolog”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 11-12/1971, σσ. 1268-1273; „Necrolog”, Glasul Bisericii, Nr. 1-2/1972, σσ. 191-194; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 441-442.
[13] Patriarhia românească. Acte şi documente, Bucureşti 1926, 226 σ.; „Tetraevanghelul vistiernicului Mateiaş. Manuscript din anul 1535”, Biserica Ortodoxă Română, Nr.3-4/1934, σσ.. 154-179; „Viaţa şi  traiul Sfântului Nifon, patriarhul Constantinopolului.  Introducere şi text”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 5-6/1937, σσ. 257-299; Catastiful de hirotonii al Episcopiei Rădăuţilor pe anii 1757-1782, Cernăuţi, 1943, 29 σ.; „Vechea Episcopie a Hotinului”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 1-3/1943, σσ. 11-32; „Les “Pripela" du moine Philothee. Etude. Texte, Traduction”, Romanoslavica, 1970, σσ. 183-225; „Viaţa mănăstirească în Ţara Românească, înainte de anul 1370”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 7-8/1962, σσ. 673-687; „Mănăstirea Titireciu”, Glasul Bisericii, Nr. 5-6/1963, σσ. 468-501; „Tiparul bucureştean de carte bisericească din anii 1740-1750”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 9-10/1965, σσ. 945-942; „Unde şi când a luat fiinţă legenda despre atârnarea canonică a scaunelor mitropolitane din Ţara Românească şi din Moldova de Arhiepiscopia de Ohrida?”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 9-10/1967, σσ. 975 - 1003; „Epilogul din Octoih slavon (M.Dealu, 1510), şi identitatea de tipograf a lui Macarie din Muntenegru (1493-1496)”, Mitropolia Olteniei, Nr. 7-8/1970, σσ. 605-620; Μεταφραση: Nicolae Arseniev, Biserica răsăriteană, Bucureşti 1929, 137 σ.
[14] GIURESCU C., „Preotul Vasile Radu”, Revista de Istoria Română, 1940, σσ. 491-493; ŞTEFĂNESCU I., „Părintele profesor Vasile Radu”, Revista de Istoria Română,  1940, σσ. 716-718; SPERANŢĂ Gh., „Clerici români orientalişti”, Studii Teologice, Nr. 5-6/1967, σσ. 371-374; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 408-409; VIZITIU M., POPA V., Istoria învăţământului teologic superior din Moldova şi Bucovina, Iaşi 2007, σ. 63.
[15] CUBREACOV V., „Galaction Gala”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σ. 223; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 363-368; VIZITIU M., POPA V., Istoria învăţământului teologic superior din Moldova şi Bucovina, Iaşi 2007, σσ. 60-61.
[16] POPESCU T., „Cinstirea profesorului Nichifor Crainic”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 7-8/1940, σσ.  530-537; VASILESCU Em., Apologeţi creştini, Bucureşti 1942, σσ. 53-68; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 136-137.
[17] Enciclopedia istoriografiei româneşti, Bucureşti 1978, σ. 75; PETRESCU Em., CUNESCU Gh., „In memoriam. Profesorul Dr. Toma G. Bulat”, Mitropolia Olteniei, Nr. 7-9/1979, σσ. 624-628; GĂNCEANU Şt., „Prof. Dr. Toma G. Bulat”, Studii Teologice, Nr. 1-2/1982, σσ.  75-77; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 70-72; VIZITIU M., POPA V., Istoria învăţământului teologic superior din Moldova şi Bucovina, Iaşi 2007, σ. 63.
[18] CUNESCU Gh., CIUREA Al., „Necrolog”, Mitropolia Olteniei, Nr. 9-10/1983, σσ. 686-689; „Tomescu Constantin”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σ. 516; ŞPAC I., „Constantin Tomescu, animator al Ortodoxiei şi spiritului românesc”, Cronica Episcopiei Huşilor, Vol. IV/1998, σσ.  137-154; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 498-499; VIZITIU M., POPA V., Istoria învăţământului teologic superior din Moldova şi Bucovina, Iaşi 2007, σ. 64.
[19] VERBAN M., „Profesorul Ioan Gh. Savin apărător al credinţei”, Raza de Lumină, Nr. 1-3/1938, σσ. 223-240; VASILESCU Em., Apologeţi creştini, Bucureşti 1942, σσ. 69-75; „Profesorul onorar Ioan Gh. Savin”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 3-5/1973, σσ. 475-477; REZUŞ P., „Profesorul Ioan Gh. Savin”, Studii Teologice, Nr. 1-2/1975, σσ. 132-133; CHIŢESCU N., „Catedra de Dogmatică, Teologie Fundamentală şi Istoria Religiilor”, Studii Teologice, Nr. 7-10/1981, σσ. 563-564; GÂNCEANU Şt., „Prof. Ioan Gh. Savin”, Studii Teologice, Nr. 1-2/1982, σ. 74; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 427-428; VIZITIU M., POPA V., Istoria învăţământului teologic superior din Moldova şi Bucovina, Iaşi 2007, σ. 62.
[20] RĂMUREANU I., „Încetarea din viaţă a preotului prof. univ. onorar Cicerone”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 5-6/1966, σσ. 494-497; PORCESCU Sc., „Preotul Profesor Cicerone Iordăchescu”, Mitropolia Moldovei şi Sucevei, Nr. 5-6/1966, σσ. 363-365; CONSTANTINESCU I., „Preotul Profesor Cicerone Iordăchescu (1882-1966)”, Studii Teologice, Nr. 5-6/1975, σσ. 487-493; CIUREA  Al., „Preotul Profesor Cicerone Iordăchescu”, Mitropolia Moldovei şi Sucevei, Nr. 1-2/1982, σσ. 126-131; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 299-230.
[21] „Necrolog”, Biserica Ortodoxă Română , Nr. 3-4/1975, σσ. 301-303; PAVEL C., „Preotul Profesor Valeriu Iordăchescu”, Studii Teologice, Nr. 3-4/1975, σσ. 309-311; CONSTANTINESCU I., „Pr. Prof. Valeriu Iordăchescu”, Glasul Bisericii, Nr. 3-4/1975, σσ. 385-388; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 230-231; VIZITIU M., POPA V., Istoria învăţământului teologic superior din Moldova şi Bucovina, Iaşi 2007, σσ. 61-62.
[22] ROVENŢA H., „Studiul Noului Testament la noi în ultimii 50 de ani”, Studii Teologice, Nr. 2/1932, σσ. 292-293; MANOLACHE T., „Arhimandritul Iuliu Scriban”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 3-4/1949, σσ. 69-70; CRISTESCU Gr., „Părintele Arhimandrit Iuliu Scriban”, Glasul Bisericii, Nr. 1-2/1949, σσ. 109-113; POPESCU G., „Arhimandritul profesor Iuliu Scriban. La 25 de ani de la moartea sa”, Studii Teologice, Nr. 5-6/1974, σσ. 429-433; CONSTANTINESCU I., „Arhimandritul Iuliu Scriban (1878-1949)”, Studii Teologice, Nr. 7-10/1976, σσ. 735-743; CUNESCU Gh., „Arhim. mitrofor Iuliu Scriban, apărător al ortodoxiei româneşti”, Mitropolia Olteniei, Nr. 5/1986, σσ. 87-103; STĂNCIULESCU-BÂRDA Al., „Contribuţii privind activitatea şi bibliografia arhim. Iuliu Scriban”, Mitropolia Olteniei, Nr. 4-6/1990, σσ. 262-269; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 432-434; VIZITIU M., POPA V., Istoria învăţământului teologic superior din Moldova şi Bucovina, Iaşi 2007, σ. 60.
[23] „Necrolog”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 1-3/1945, σσ. 92-93; COJOCARU H., „Prof. Dr. Nicolae Popescu-Prahova”, Candela, 1946, σσ. 22-27; MANOLE P., „Douăzeci de ani de la moartea prof. Dr. Nicolae Gr. Popescu-Prahova”, Mitropolia Moldovei şi Sucevei, Nr. 9-10/1965, σσ. 538-540; PUFULETE S.P., „Contribuţia profesorului Nicolae Gr. Popescu-Prahova la dezvoltarea dreptului bisericesc”, Studii Teologice, Nr. 5-6/1973, σσ. 399-411; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 388-389; VIZITIU M., POPA V., Istoria învăţământului teologic superior din Moldova şi Bucovina, Iaşi 2007, σ. 64.
[24] TOMESCU C., „Încă un pensionar: părintele Serghie Bejan”, Luminătorul, Nr. 10/1939, σ. 605; „Patronul Seminarului din Chişinău”, Buletinul Arhiepiscopiei Chişinăului, Nr. 2/1943, σσ. 21-22; „Necrolog”, Glasul Bisericii, Nr. 5-6/1955, σσ. 346-347; „Bejan Serghie”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σ. 68; Colesnic Iu., Basarabia necunoscută, Vol. 3, Chişinău, 2000, σ. 112; Păcurariu M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 44-45; Melinti M., „Părintele Serghie Bejan – personalitate marcantă a învăţământului teologic Basarabean”, Basarabeni în lume: (Col. de materiale şi doc. prez. la polipticul cultural-istoric şi şt. omonim), Vol. 3, Chişinău 2007, σσ. 147-149; VIZITIU M., POPA V., Istoria învăţământului teologic superior din Moldova şi Bucovina, Iaşi 2007, σ. 64.
[25] PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σ. 495; VIZITIU M., POPA V., Istoria învăţământului teologic superior din Moldova şi Bucovina, Iaşi 2007, σ. 65.
[26] CUBREACOV V., „Biblia de la Chişinău”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σ. 74; Sfânta Scriptură, tradusă după textul grecesc al Septuagintei confruntat cu cel ebraic. Din îndemnul şi cu purtatea de grijă a I.P.S. Dr. Miron Cristea, Patriarhul României. Cu aprobarea Sf. Sinod, Bucureşti, Tipografia Căilor Bisericeşti, 1936, XXXII + 1525 σ.; Biblia adică Sfânta Scriptură. Traducere după textele originale ebraice şi greceşti de preoţii profesori Vasile Radu şi Gala Galaction, Bucureşti, Fundaţia pentru Literatură şi Artă, 1938, X + 1376 σ.
[27] Istoria vechii literaturi creştine, Iaşi 1934, 1935, 1940, XIV+217 σ. (I) + XXV+299 σ. (II) + XVI+ 132 σ. (III).
[28] BĂLAN I., „Dascăl de teologie ortodoxă: Paul Mihail”, Literatura şi Artă, Nr. 7/1992, σ. 3; BUBURUZ P., „Figuri de cărturari basarabeni: Paul Mihail”, Literatura şi Artă, Nr. 27/1991, σ. 4; CAPROŞU I., „Paul Mihail la a 70-a aniversare”, Anuarul Institutului de Istorie şi Arheologie „A. D. Xenopol” din Iaşi, 1975, σσ. 417-418; CÂNDEA V., „Trecutul la timpul prezent: Paul Mihail”, Literatura şi Artă. Nr. 7/1992, σσ. 1, 3; DAVID P., „Preotul Paul Mihail la 70 ani”, Biserica Ortodoxă Română, Nr. 7-8/1975, σσ. 932-934; Enciclopedia istoriografiei româneşti, Bucureşti 1978, σ. 219; GAŞPAR Iu., „Preotul Dr. Paul Mihail la 80 de ani”, Mitropolia Moldovei şi Sucevei, Nr. 10-12/1985, σσ. 795-800; IRIMIA T., GAŞPAR Iu., „Preotul Paul Mihail la 75 de ani”, Mitropolia Moldovei şi Sucevei, Nr. 3-5/1980, σσ. 396-397; GOROVEI Şt., „Dr. Paul Mihail la 80 ani”, Anuarul Institutului de Istorie şi Arheologie „A. D. Xenopol” din Iaşi, 1985, σσ. 999-1000; IVAN I., „Avva Pavel – preot dr. Paul Mihail”, Teologie şi viaţă, Nr. 11-12/1994, σσ. 123-125; LEMNY Şt., „Pr. dr. Paul Mihail”, Mitropolia Moldovei şi Sucevei, Nr. 10-12/1985, σσ. 814-815; MALANEŢCHI V., „Paul Mi­hail (1905 – 1994)”, Ma­ga­zin bi­bli­o­lo­gic, Nr. 1-2/1995, σσ. 30 – 31; Melinti M., Paul Mihail – preot şi istoric al neamului // Analele Ştiinţifice ale Universităţii de Stat din Moldova. Seria „Ştiinţe socioumanistice”, Vol. III, Chişinău 2005, σσ. 142-145; MELNIC I., „Ateneul de Cultură şi credinţă „Biserica Albă””, Magazin bibliologic, Nr. 2/1992, σσ. 8-9; MITU M., „In memoriam Paul Mihail”, Romanoslavica, 1994, σσ. 289-291; MORARU M., „In memoriam Paul Mihail (1905-1994)”, Revista de Istorie şi teorie literară, Nr. 4/1994, σσ. 465-466; PĂCURARIU M., Dicţionarul Teologilor Români, Bucureşti 2002, σσ. 289-291; RĂU A., „Pe cărarea lui Desiderie (La centenarul naşterii Avvei Paul Mihail)”, Gazeta bibliotecarului, Nr. 6/2005, σσ. 1-2; SIMONESCU D., „Lucrările bibliografice ale părintelui avva Paul Mihail”, Magazin bibliologic, Nr. 1/1993, σσ. 25-31; ŢURCANU I., „Părin­te­le cărtu­rar Paul Mi­hail: Evo­ca­re în legătură cu apa­riţia pos­tumă a “Jur­na­lu­lui” său”, Lim­ba Română, Nr. 6-12/2000, σσ. 177-179; VORNICESCU N., „Cuvânt înainte”, Paul Mihail, Mărturii de spiritualitate românească din Basarabia,  Chişinău 1993, σσ. 7-9.
[29]  Matei N., „Luminătorul”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σ. 219.
[30]  „Misionarul”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σ. 313.
[31]  „Studentul”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σ. 488.
[32] Το περιοδικό «Η Γλώσσα μας» πήρε την ονομασία του από το ομώνυμο ποίημα του ιερέα Αλεξίου Ματτεβίτσι (1888-1917). Πρώτη φορά το ποίημα «Η Γλώσσα μας» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Κουβίντ μολδοβενέσκ» («Cuvânt moldovenesc») στις 27 Ιουνίου 1917. Το 1930 ο ιερέας και μουσικοσυνθέτης Αλέξανδρος Κριστέα (1789-1942) συνέθεσε τη μουσική για αυτό το ποίημα. Το τραγούδι «Η Γλώσσα μας» έγινε ύμνος της Δημοκρατίας της Μολδαβίας το 1994. Ενωρίτερα υπήρχε άλλος ύμνος – «Deşteaptă-te, române!» («Ξυπνά, Ρουμάνος!»), οποίος παραμένει μέχρι τώρα ύμνος της Ρουμανίας.
[33] Dron I., „Revista Societăţii Istorico-Arheologice Bisericeşti din Chişinău”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σσ. 399-400.
[34]  Şpac I., „Arhivele Basarabiei”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σ. 47.
[35] „Berezovschi Mihail”, Chişinău. Enciclopedie, Chişinău 1997, σ. 70; 

Niciun comentariu :

Trimiteți un comentariu