ΑΝΤΙΜΗΝΣΙΟ:
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ
ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΣ
Εισαγωγικά
Αντιμήνσιο στην εκκλησιαστική ορολογία αποκαλείται ένα κομμάτι υφάσματος πάνω στο οποίο έχουν ζωγραφιστεί ποικίλες ιερές παραστάσεις και σύμβολα. H λειτουργική χρήση του αντιμηνσίου έγκειται στην αντικατάσταση της Αγίας τράπεζας όταν αυτή δεν υπάρχει ή στην αντικατάσταση της όταν υπάρχει αλλά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί Θεία Λειτουργία, κυρίως όταν τελούνται δύο συναπτές Θείες Λειτουργίες, αφού απαγορεύετε από τους κανόνες η λειτουργική χρήση της Αγίας τράπεζας.
Η λέξη Αντιμήνσιο προέρχεται από την ελληνική λέξη αντί και τη λατινική λέξη Μένσα, που σημαίνει Τράπεζα. Όταν για λόγους ποιμαντικούς χρειαζόταν να γίνει Θεία Λειτουργία σε χώρους εκτός των καθαγιασμένων ναών, επινοήθηκε φορητή Αγία Τράπεζα, το Αντιμήνσιο. Αυτό κατασκευαζόταν από ξύλο ή τις περισσότερες φορές από πανί. Υπάρχει πιθανότητα η χρήση του να άρχισε την εποχή της Εικονομαχίας, όταν οι Ορθόδοξοι διώχθηκαν από τους ναούς και δεν είχαν που να λειτουργούνται. Αναγκαστικά οι λειτουργίες γίνονταν σε σπίτια ή στην ύπαιθρο. Σήμερα τα αντιμήνσια χρησιμοποιούνται για την τέλεση Θείας Λειτουργίας σε μη εγκαινιασμένους Ναούς, σε εξωκλήσια, σε Στρατόπεδα ή στην ύπαιθρο, όπου και χρησιμοποιείται αυτή η «φορητή» εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα. Επίσης τα Αντιμήνσια χρησιμοποιούνται σε όλους τους Ναούς, εγκαινιασμένους και μη.
Στο κέντρο του Αντιμηνσίου ζωγραφίζεται η ταφή του Κυρίου, γιατί η Αγία Τράπεζα συμβολίζει τον Τάφο του Κυρίου. Στις γωνίες του πρέπει να έχει ραμμένα ιερά λείψανα αγίων Μαρτύρων, γιατί αντικαθιστά την εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα που στο εσωτερικό της έχει πάντοτε ενσωματωμένα ιερά λείψανα Μαρτύρων.
Αρχικά ο όρος αντιμήνσιον σήμαινε φορητό τραπεζάκι, το οποίο εχρησιμοποιείτο για την τέλεση της θείας ευχαριστίας μέσα στους ιερούς ναούς καθώς και σε χώρους έξω των ναών.
Η πρακτική της τελέσεως της θείας ευχαριστίας έξω από τους ναούς κατά τις εκστρατείες ή εξωτερικές ιεραποστολές υπήρχε τουλάχιστον από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Για πρώτη φορά η λέξη αντιμήνσιο ως όρος απαντάται στον βίο του οσίου Μαρκιανού Συρακουσών (περί το 700 μ. Χ.) και δηλώνει φορητή αγία τράπεζα πάνω στην οποία ο άγιος τελούσε την θεία λειτουργία.
Στις βυζαντινές περιγραφές ιεροτελεστιών στο ναό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως ο όρος αντιμήνσιο αναφερόταν σε σχέση με τα τραπεζάκια, που εχρησιμοποιούντο μέσα στο ναό. Κατά την μετάληψη των αχράντων μυστηρίων υπό των αυτοκρατόρων στο ναό της Αγίας Σοφίας εχρησιμοποιείτο το λεγόμενο «βασιλικόν αντιμήνσιον», πεποικιλμένο με πολυτελή καλύμματα τραπεζάκι που στηνόταν πάνω σε ένα ύψωμα με μερικές βαθμίδες, που ευρίσκετο απέναντι στο δεξιό μέρος του ιερού κοντά στο φράγμα του ιερού. Ο αυτοκράτορας πλησίαζε κοντά στο αντιμήνσιο, προσευχόταν κάτω,έπειτα ανέβαινε και ελάμβανε από τα χέρια του Πατριάρχη το άγιον Σώμα, μετά από αυτό κατέβαινε, κοινωνούσε, και ύστερα αφού προσευχόταν πάλι ανέβαινε πάνω στην τελευταία βαθμίδα, όπου ο Πατριάρχης τον κοινωνούσε του αγίου Αίματος. Σε περίπτωση την αυτοκρατορία κυβερνούσαν ταυτόχρονα δύο ή και παραπάνω αυτοκράτορες, αυτοί κοινωνούσαν εκ περιτροπής, και οι υπόλοιποι πιστοί κοινωνούσαν από άλλα αντιμήνσια.
Κατά την στέψη των αυτοκρατόρων πάνω στον άμβωνα στηνόταν τραπεζάκι – αντιμήνσιο, πάνω στο οποίο εναπετίθεντο τα σύμβολα της αυτοκρατορικής εξουσίας. Ο όσιος Θεοφάνης ο ομολογητής στην «Χρονογραφία» (762 μ.Χ.) παραθέτει μαρτυρία για την χρήση του αντμηνσίου κατά την στέψη υπό του αυτοκρατόρου Λέοντος του υιού του, στο ιπποδρόμιο της Κωνσταντινουπόλεως. Κατά την τελετή του διορισμού των ανωτάτων αξιωματούχων στο Παλάτιο επίσης έφερναν αντιμήνσιο πάνω στο οποίο εναπετίθεντο τα σύμβολα της εξουσίας ανάλογα με την θέση του αξιωματούχου.
Το Λεξικό του Δικαστηρίου δίνει για την λέξη αντιμήνσιον τον εξής ορισμό – στους Ρωμαίους έτσι ωνομάζετο η τράπεζα η οποία στηνόταν μπροστά στο δικαστήριο.
Τουλάχιστον από τις αρχές του 9 αι. Στο Βυζάντιο διαδόθηκε η πρακτική να χρησιμοποιούνται αγιασμένες ξύλινες πλάκες ή μανδύλια για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας σε συνθήκες που δεν υπήρχε αγία τράπεζα (ή δεν υπήρχε καθόλου ή ήταν αγιασμένη με μη κανονικό τρόπο). Ιδικές αγιασμένες ξύλινες πλάκες οι οποίες εχρησιμοποιούντο αντί της αγίας τράπεζας ήταν γνωστές στη λατρευτική πράξη των αντιχαλκηδονιτών όχι αργότερα του 6 μ.Χ. αιώνα.
Πιθανόν η εμφάνισή τους οφείλεται στο γεγονός ότι οι διωκόμενοι υπό της αυτοκρατορικής εξουσίας αντιχαλκηδονίτες τελούσαν τις ακολουθίες όχι στους ναούς, αλλά σε διάφορα κρυφά μέρη.
Στην εποχή μας παρόμοιες ξύλινες πλάκες - «tablit» ή « tavot» - είναι ανάλογα των βυζαντινών αντιμηνσίων, ενώ στη Δύση στα βυζαντινά αντιμήνσια αντιστοιχούν οι αγιασμένοι «λίθοι της αγίας τράπεζας», η χρήση των οποίων μετά την δευτέρα Βατικάνεια Σύνοδο ανακηρύχθηκε ως μη απαραίτητη.
Ιστορία
Η πρώτη στα βυζαντινά κείμενα μαρτυρία για την χρήση αγιασμένης ξύλινης πλάκας ή μανδυλίου αντί της αγίας τραπέζης (χωρίς όμως να χρησιμοποιήται ο όρος αντιμήνσιο) ευρίσκεται στην 4τη Απόκριση του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου προς το Ναυκράτιο, η οποία χρονολογείται με το 809 μ.Χ., και η αναγκαιότητα της χρήσεως τους εξηγείται με το ότι η τέλεση της θείας λειτουργίας πάνω στις αγίες τράπεζες τις βεβηλωθείσες υπό των εικονομάχων είναι αδύνατη. Στην επιστολή των εικονομάχων αυτοκρατόρων Μιχαήλ Β' και Θεοφίλου προς τον αυτοκράτορα των Καρολιγγείων Λιουδοβίκο τον ευσεβή αναφέρεται σε σχέση με τους εικονολάτρες, ότι μερικοί απ' αυτούς, αθετώντας την εκκλησίαν τελούνε το ιερό μυστήριο πάνω σε ξύλινες πλάκες με απεικονίσεις (εικόνες) τις οποίες χρησιμοποιούν ως αγίες Τράπεζες. Ο άγιας Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο ομολογητής (+828), όπως και οι μεταγενέστεροι συγγραφείς αποκαλούσαν αυτές τις πλάκες ή μαντύλια αντιμήνσια. Όπως φαίνεται τα αντιμήνσια με την σύγχρονη της λέξεως έννοια, διαδόθηκαν ιδιαίτερα ευρέως κατά την περίοδο της εικονομαχίας. Από τις επιστολές των αυτοκρατόρων Μιχαήλ του Β' και Θεοφίλου και τις αποκρίσεις του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι τα αντιμήνσια είχαν τη μορφή μιάς ξύλινης πλάκας με απεικονίσεις ιερών προσώπων ή παραστάσεων, ή ενός λεπτού μαντυλίου.
Στη συνέχεια στην ορθόδοξη εκκλησία τα αντιμήνσια άρχισαν να κατασκευάζωνται μόνο από το ύφασμα.
Η άρνηση των εικονομάχων να αποδίδουν τιμή στα ιερά λείψανα, η οποία εκδηλωνόταν ποικιλοτρόπως, βρήκε την έκφραση της συγκεκριμένα και στον τρόπο, που εγκαινιάζονταν οι αγίες Τράπεζες, δηλαδή χωρίς να εναποτίθεται μερίδα ιερών λειψάνων στο φυτό – αυτό που αποτέλεσε και την αιτία της εμφανίσεως του σχετικού όρου της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (787 μ.Χ.) ο οποίος λέγει - «Εαν κάποιοι ιεροί ναοί είχαν αγκαινιασθή άνευ ιερών λειψάνων μαρτύρων ορίζομε να εναποτεθούν εις αυτούς ιερά λείψανα με τη συνήθη ευχή (όρος 7ος). Μετά από αυτήν τη Σύνοδο η εναπόθεσις των ιερών λειψάνων η οποία πριν δεν ήταν απαραίτητη, επεβλήθηκε οριστικά – κάτι το οποίο δημιούργησε απήχηση και στα λειτουργικά βιβλία: στην προεικονομαχική έκδοση του Κωνσταντινουπολίτικου ευχολογίου η ακολουθία κατά την οποίαν εναπετίθεντο τα ιερά λείψανα στην αγία τράπεζα παρατίθεται ξεχωριστά από την ακολουθία των εγκαινίων της αγίας τραπέζης ενώ στις μετεικονομαχικές εκδόσεις αυτές οι δύο ακολουθίες παρατίθενται πλέον ως μια ενιαία ακολουθία.
Τα αντιμήνσια που είχαν την μορφή μιας φορητής αγίας τράπεζας επίσης ήταν απαραίτητο να έχουν ιερά λείψανα. Κατά την περίοδο της αποκαταστάσεως της τιμής των εικόνων (8-9 αι.) καθώς και μετά την οριστικό θρύαμβο της ορθοδοξίας το 843 μ.Χ. οι ορθόδοξοι πάλι αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν αντιμήνσια στην τέλεση της θείας λειτουργίας όχι μόνο σε οικίες, αλλά και στους ναούς, επειδή άλλες άγιες Τράπεζες που είχαν εγκαινιασθή μέχρι το 787 μ.Χ. δεν είχαν πάντοτε λείψανα μέσα, καί από άλλες τα λείψανα είχαν αποβληθεί υπό των εικονομάχων, ενώ οι καινούριες αγίες Τράπεζες είχαν εγκαινιασθή πάλι υπό των εικονομάχων άνευ των ιερών λειψάνων. Σ' αυτές τις περιπτώσεις η θεία λειτουργία ετελείτο πάνω σ' αντιμήνσιο, που κατετίθετο πάνω στην αγία τράπεζα.
Πάνω στις αγίες Τράπεζες τις εγκαινιασμένες με την πλήρη τάξη (δηλαδή με εναπόθεση μερίδος ιερών λειψάνων), κατά το πέρασμα μερικών ακόμη εκατονταετών, λειτουργούσαν άνευ αντιμηνσίου – πράγμα που τεκμηριώνεται από την επιστολή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Εμμανουήλ Α', του Χαριτοπούλου (1215-1222 μ.Χ.) προς τον Ρωμανό Δυρραχίου με την οποίαν εις την ερώτηση περί της αναγκαιότητας της χρήσεως του αντιμηνσίου για τη κάθε εκκλησία απαντάει – και ένθα εισί γνώριμοι καθιερωμέναι τράπεζαι, ου χρεία αντιμηνσίων εκεί (PG 119, 812; Σύνταγμα…, Τ5, 116).
Ο Ματθαίος ο Βλάσταρης στην πραγματεία του «Περί αντιμήνσιον» λέγει ότι τα αντιμήνσια τίθενται κυρίως πάνω σ' εκείνες τις αγίες τράπεζες, που δεν είχαν καθιερωθή με την σωστή τάξη (Σύνταγμα..., Τ6, 80, 262).
Οστόσο η χρήση των αντιμηνσίων ακόμη και σε περίπτωση, που η αγία Τράπεζα ήταν εγκαινιασμένη κατά την ολόκληρη τάξη διεδίδετο, όλο και πιο ευρέως και αυτό φαίνεται και από το γεγονός, ότι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρχε ιδικό οφφίκιο του Άρχοντος των αντιμήνσιων, και μέσα στις αρμοδιότητες του κατόχου αυτού του οφφικίου ήταν η διαχείριση των θεμάτων κατασκευής των αντιμήνσιων και της κατανομής των ανά του ναούς.
Ο Νομοκανών ΙΓ' αι. ορίζει επιτίμιο 70 μετάνοιες για τους ιερείς που θα τελέσουν τη θεία λειτουργία άνευ του αντιμήνσιου. Από αυτήν την εποχή η χρήση των αντιμηνσίων πήρε καθολική διάσταση.
Στη Ρωσία αυτός ο κανόνας παγιώθηκε το 1675, όταν εις την Σύνοδο της Μόσχας επί του Πατριάρχου Ιωακείμ ωρίσθη να τίθενται αντιμήνσια ακόμη και πάνω σε 'κείνες τις αγίες Τράπεζες που είχαν εγκαινιασθή υπό αυτών των αρχιερέων με την μόνη διαφορά, ότι δεν έπρεπε να περιέχουν ιερά λείψανα.
Όπως φαίνεται από τα αρχαία ευχολόγια το αντιμήνσιο ετίθετο κάτω από την ενδυτή της αγίας Τραπέζης και εφηρμόζετο πάνω στο κατασάρκιο, ενώ τα τίμια δώρα καθηγιάζοντο πάνω στο ειλητό. Η αναγκαιότητα της χρήσεως του αντιμηνσίου ακόμη και όταν η θεία λειτουργία τελήται πάνω σε εγκαινιασμένη αγία τράπεζα εξηγείται με το, ότι το κάθε αντιμήνσιο φέρει την υπογραφή του τοπικού επισκόπου και έτσι αποτελεί την κύρωσή του να ιερουργήται το μυστήριον πάνω στη συγκεκριμένη αγία Τράπεζα.
Ο Πατριάρχης Θεόδωρος Δ' ο Βαλσαμών (1186-1203) γράφει: Γι´ αυτό πιθανόν εφευρέθησαν τα αντιμήνσια για να αντικαθιστούν το άγιο θυσιαστήριο και την πλάκα της αγίας Τραπέζης και ταυτόχρονα να μαρτυρούν, ότι στο συγκεκριμένο οίκο της προσευχής η λειτουργία τελείται με την άδεια του του τοπικού επισκόπου. Κατ' αρχήν, πάνω στην αγία τράπεζα, που έχει εγκαινιασθή με κανονική πλήρη τάξη μπορεί να τελεσθή η θεία λειτουργία με αντιμήνσιο που δεν περιέχει ιερά λείψανα. Τα αντιμήνσια που περιέχουν ιερά λείψανα χρησιμοποιούνται σε περίπτωση, που η αγία τράπεζα είχε εγκαινιασθή χωρίς ιερά λείψανα, ή όταν η θεία λειτουργία τελείται έξω από το ναό.
Στην ορθόδοξη εκκλησία της Ρωσίας όλα τα αντιμήνσια πρέπει να περιέχουν τα λείψανα.
Μέχρι το ΙΖ' αι. στην ορθόδοξη εκκλησία της Ρωσίας (στις ελληνόφωνες Εκκλησίες μέχρι πιο νωρίς) τα αντιμήνσια, που προωρίζοντο για να βρίσκωνται μονίμως στο ναό, ράβονταν πάνω στο κατασάρκιο της αγίας Τράπεζας, ή σταθεροποιούνταν με ξύλινα καρφιά πάνω στην αγία τράπεζα και έμειναν κάτω από την ενδυτή της αγίας Τράπεζας.
Το άγιο δισκοπότηρο ετίθετο κατευθείαν πάνω στο ειλητό – το επάνω κάλυμα της αγίας Τράπεζας, το οποίο ξεδιπλώνεται την ώρα της τελέσεως της θείας λειτουργίας (εξ´ ου και η ονομασία που φέρνει), και από αρχαιότατους χρόνους εχρησιμοποιείτο για να μην πέφτει πάνω στην αγία τράπεζα ούτε ελάχιστο ψίχουλο του αγίου Σώματος.
Αρχίζοντας από τον ΙΖ' αιώνα κατά το παράδειγμα των ελληνοφώνων εκκλησιών και στη δική μας εκκλησία τα αντιμήνσια τοποθετούνται αμέσως στο ειλητό ξεδιπλώνοντας το και ξαναδιπλώνοντας στην κάθε θεία λειτουργία.
Η λειτουργική πρακτική
Το αντιμήνσιο αγιάζεται μόνο υπό του αρχιερέως και εναπτίθεται πάνω στην αγία τράπεζα κατά την ακολουθία των εγκαινίων ή αποστέλλεται υπ´ αυτού εις τον ναό, του οποίου τα εγκαίνια ο αρχιερέας αδυνατεί τελέση. Χωρίς το αντιμήνσιο η θεία λειτουργία δε μπορεί να τελεσθή. Πάνω στο αντιμήνσιο μπορεί να τελεσθή μόνο μια θεία λειτουργία την ημέρα. Το αντιμήνσιο ξεδιπλώνεται μετά το τέλος της λειτουργίας των Κατηχουμένων και παραμένει ανοιχτό μέχρι το τέλος της λειτουργίας των πιστών. Εκτός από τη θεία λειτουργία το αντιμήνσιο ξεδιπλώνεται σε περίπτωση της επισκέψεως του ναού υπό αρχιερέως. Τα αντιμήνσια πρέπει να προστατεύωνται από κάθε είδους ρύπο (διότι η πλύση των απαγορεύεται) και από την φθορά. Το αντιμήνσιο είναι αντικείμενο πολύ ιερό, και, επειδή αποτελεί τρόπον τινα “αντιτράπεζα”, απαιτεί εξίσου ευλαβική μεταχείριση με την αγία τράπεζα. Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει: τα αντιμήνσια δεν πρέπει να βρίσκονται, σε κάθε κοινό οίκο, επίσης δεν πρέπει να άπτωνται αυτών οι λαϊκοί.
Στη λειτουργική πρακτική ξεχωρίζονται αντιμήνσια κινητά και ακίνητα: τα μεν ακίνητα προορίζονται για βρίσκονται μόνιμα σέ ένα συγκεκριμένο ναό, το όνομα του οποίου επιγράφεται πάνω στο αντιμήνσιο, ενώ τα κινητά είτε εκδίδονται για ένα ναό που θα υπάρχει προσωρινά, είτε για την τέλεση της θείας λειτουργίας «εν παντί τόπω» και γι´ αυτο μαρτυρεί η σχετική επιγραφή πάνω στο αντιμήνσιο.
Το αντιμήνσιο πάντα βρίσκεται πάνω στην αγία τράπεζα τυλιγμένο στο ειλητό και από πάνω τοποθετείται το άγιο Ευαγγέλιο. Το αντιμήνσιο ξεδιπλώνεται κατά την πρώτη δέηση, των πιστών στην θεία λειτουργία για να μπορεί να τεθεί το άγιο Δισκοπότηρο πάνω στην αγία Τράπεζα μετά τη μεταφορά των τιμίων δώρων από το προσκομιδάριο κατά τη Μεγάλη Είσοδο. Μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων και την μετάληψη του αγίου Σώματος και Αίματος του Χριστού, κατά την εκφώνηση “Ορθοί, μεταλαβόντες των θείων...”, το αντιμήνσιο ξαναδιπλώνεται και πάνω σ' αυτό πάλι τίθεται το ιερό Ευαγγέλιο. Επίσης το αντιμήνσιο χρησιμοποιείται για την παρασκευή των τιμίων Δώρων για την μετάληψη των ασθενών, η οποία γίνεται συνήθως την Μεγάλη Πέμπτη, διότι κατ' αυτήν την ημέρα γίνεται η ανάμνηση αυτής της ιδρύσεως του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, όμως αυτό μπορεί να γίνει και κατά την οποιανδήποτε άλλη μέρα (Ιερατικόν 432-433).
Σύμφωνα με το Ρουμανικό ευχολόγιο η παρασκευή των τιμίων Δώρων γίνεται κατά τη τρίτη της διακαινισίμου εβδομάδος (BRANISTΕ Ε., 605).
Υλικά και μεγέθη
Σύμφωνα με τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης το αντιμήνσιο, επειδή συμβολίζει τα εντάφια σπάργανα του Χριστού, πρέπει να κατασκευάζεται από το λινό, αυτή όμως είναι η πρακτική των ελληνοφώνων εκκλησιών, ενώ στην εκκλησία της Ρωσίας τα αντιμήνσια συνήθως γίνονται μεταξωτά. Το μέγεθος κυμαίνεται από 1,5 μ. μέχρι 33,8 πόντους κατά μήκος. Το πιο συνηθισμένο μέγεθος είναι 60х40 πόντους. Από πίσω περίπου στη μέση λίγο προς τα πάνω βρίσκεται μια θήκη, τρόπον τινά τσέπη στην οποίαν τοποθετούνται μερίδες (συνήθως είναι 3) ιερών λειψάνων μάρτυρος[1] μέσα στην κηρομαστίχα (μύγμα αποτελούμενο από κερί, μαστίχα, διαλυμένο μάρμαρο, λιβάνι και άλλες αρωματικές ουσίες).
Μέσα στο διπλωμένο αντιμήνσιο υπάρχει ένας σπόγγος, που χρησιμοποιείται για την περισυλλογή των ελαχίστων μερίδων των τιμίων Δώρων και απόμαξη των χειλιών και των χεριών των ιερέων μετά την μετάληψη.
Καθαγιασμός
Συνήθως αγιάζουν ταυτόχρονα μερικά αντιμήνσια. Σύμφωνα με τα ελληνικά και τα σλαβικά χειρόγραφα του 10-17 αι. τα αντιμήνσια αγιάζονταν ταυτόχρονα με ένα ναό, μετά την νίψη με ζεστό νερό αγιαζόμενο με ιδική ευχή, η αγία τράπεζα απεμάσσετο με τα αντιμήνσια, μετά δέ τον ραντισμό της αγίας Τράπεζας με αρωματικό κρασί και την χρίση της με το άγιο μύρο τα αντιμήνσια, επίσης ερραντίζοντο και εχρίοντο. Μετά την ολοκλήρωση της ακολουθίας των εγκαινίων του ναού, τα καινούρια αντιμήνσια ετίθετο κάτω από την ενδυτή. Πάνω στην καινούρια αγία Τράπεζα και το αντιμήνσιο κατά τις πρώτες 7 μέρες ετελείτο η θεία λειτουργία, ύστερα τα αντιμήνσια παίρνονταν από την αγία τράπεζα και ο αρχιερεύς τα υπέγραφε.
Κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης η τάξη του αγιασμού των αντιμηνσίων είναι ίδια, όμως με προσθήκη μερικών λεπτομερειών: μετά το χρίσμα του αντιμηνσίου με το άγιο μύρο ο αρχιερεύς «και ως εν τη τραπέζη τίθησι τέσσαρα υφάσματος μέρη εις τύπον των ευαγγελιστών, ων επιγράφει και τα ονόματα. Και δύο άλλα ίσα τω αντιμηνσίω, όπερ εστίν η τράπεζα, συνάπτει τε και συρράπτει. Το μεν ως κατάσαρκα, καθα και εν τη τραπέζη εις τύπον της σινδόνος, η νεκρόν ενείλησε τον Χριστόν ο Ιωσήφ. Το δέ, ως τραπεζοφόρον, εις τιμήν του θρόνου Θεού. Θρόνος ειλητόν μέσον τούτου συρράπτεται εις τύπον του σουδαρίου». Εκτός, τούτου ο αρχιεπίσκοπος Συμεών σημειώνει ότι τα αντιμήνσια μπορούν να αγιασθούν έξω από τα πλαίσια της ακολουθίας των εγκαινίων του ιερού ναού: «επάνω ιεράς ηγιασμένης τραπέζης των αμφίων αυτης εξαιρομένων, και απλουμένων των αντιμηνσίων αυτών». Επίσης ο άγιος Συμεών λέγει ότι το αντιμήνσιο μπορεί να αγιασθή πάνω σε ήδη εγκαινιασμένη αγία τράπεζα και υπό ευσεβούς ιερέως: «Α και δει εξαιρέτως παρα αρχιερέως γίνεσθαι, κατ' ανάγκην δε προτροπη αυτου παρ' ευλαβούς ιερέως πειραν των θείων κεκτημένου, ος και επενδύεται σινδόνα επάνω των ιερατικων, καθα δη και ο αρχιερεύς εν τω τα αντιμήνσια αγιάζειν», ότι γενικώς αντιφάσκει στην καθολική παράδοση να αγιάζωνται τα αντιμήνσια μόνον υπό αρχιερέως (PG 150, 332-333).
Το αρχιερατικό που σήμερα χρησιμοποιείται στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εκδοθέν το 1982-83, υποδεικνύει σε περίπτωση που το αντιμήνσιο αγιάζεται ταυτόχρονα με ένα ναό, να το ραντίζουν με μείγμα από ζεστό νερό αγιαζόμενο με ιδική ευχή, ροδοστάγμα και ερυθρό οίνο αμέσως μετά τον ραντισμό της αγίας τραπέζης με απαγγελία του στίχου 9 από το 50το ψαλμό, ωσαύτως και χρίεται σταυροειδώς μέ το άγιο μύρο τρείς φορές αφού χρισθή η αγία τράπεζα ψαλλομένου του αλληλούϊα. Αφού αμφιεσθή η αγία τράπεζα πάνω σ' αυτήν απλώνεται το ειλητό, μέσα στο οποίο βάζουν το αντιμήνσιο. Τα ιερά λείψανα τίθενται στο αντιμήνσιο αμέσως μετά την εναπόθεση του στην αγία τράπεζα: «ο αρχιερεύς αφού πρώτα χρίση μέ τό αγίο μύρο μέσα στήν θήκη (του αντιμηνσίου) εναποθέτει τις προητιμασμένες μερίδες (των ιερών λειψάνων), στερεώνει αυτές με κηρομαστίχα με ιδική λαβίδα»
Η τάξη του αγιασμού των αντιμημσίων ξεχωριστά από την ακολουθία των εγκαινίων είναι γνωστή από τα ελληνικά χειρόγραφα από το 16-ου αι., και από τα σλαβικά από το 17-ου αι.. Υπάρχουν δύο διαφορετικές παραλλαγές αυτής της ακολουθίας. Η πρώτη και η πιο αρχαία είναι πολύ κοντά στην ακολουθία των εγκαινίων ιερού ναού, αυτή μέχρι σήμερα είναι εν χρήσει στην Εκκλησία της Ρωσίας και στο ευχολόγιο φέρεται υπό το τίτλο «Ακολουθία επί τω αγιάζειν τον αρχιερέα αντιμήνσια, εφ' ων ιερουργειν τον ιερέα εν ναω ω ουκ εχει η αγία τράπεζα λείψανα». Συμφωνα μ' αυτή τη τάξη, τα αντιμήνσια αγιάζονται πριν αρχίση η θεία λειτουργία (κατά τις διατάξεις του ευχολογίου, αυτό μπορεί να γίνει και μέσα στη θεία λειτουργία, δηλαδή, μετά την δέηση υπέρ των κατηχουμένων, αλλά αποφεύγεται λόγω της καθυστερήσεως στη τέλεση της θείας λειτουργίας). Η τάξη της ακολουθίας αυτής είναι η εξής: τα αντιμήνσια αποτίθενται πάνω στην αγία τράπεζα, ενώ τα ιερά λείψανα στη προσκομιδή μέσα σ' ένα δισκάριο σκεπασμένα με τον αστερίσκο και καλύμματα, ο αρχιερεύς, ενδεδυμένος άπασαν αυτού την αρχιερατική στολή φοράει από πάνω το λέντιον, την ζώνη και τα επιμάνικα: αναγινώσκεται η εναρκτήριος ευχή «Κύριε ο Θεός ο Σωτήρ ημών», ακολουθεί δέηση με την ευχή «Ο θεός ο άναρχος και αοίδιος», αναγινωσκομένη γονυκλινώς στην ωραία πύλη, αγιάζεται το ροδόσταγμα με την ευχή «Κύριε ο Θεός ημών ο τα Ιορδάνεια ρείθα ...», η οποία χρησιμοποιείται κατά την ακολουθία των εγκαινίων ιερού ναού για αγιασμό του ζεστού νερού, τα αντιμήνσια ραντίζονται με ροδόσταγμα με τα λόγια «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», την απαγγελία του ψ.50:9-21 και «Ευλογητός ο Θεός ημών, πάντοτε: νύν και αεί, και είς τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν.», ύστερα τα αντιμήνσια χρίονται τρις σταυροειδώς με το άγιο μύρο ψαλλομένου του Αλληλούϊα, αναγινωσκομένου δε του 132ου ψαλμού με την εκφώνηση «Δόξα σοι, Τριάς αγία ο Θεός ημών εις τους αιώνας», ψάλλεται ο 131ος ψαλμός. Μετά ο επίσκοπος απέρχεται πρός την προσκομιδή και αναγινώσκει μπροστά στα λείψανα την ευχή «Κύριε ο Θεός ημών ο πιστός εν τοις λόγοις σου...» και, κλίνοντας την κεφαλήν, την ευχή «Κύριε ο Θεός ημών, ταις πρεσβείαις της Παναγίας, αχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και πάντων σου των αγίων», μετά γίνεται η μεταφορά των λειψάνων από την προσκομική πάνω στην αγία τράπεζα ψαλλομένου του απολυτικίου «Ο εν τη πέτρα της πίστεως»: μπροστά στην ωραία πύλη ο αρχιερεύς εκφωνεί «Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών (ψ.23:7) και εισέρχεται στο ιερό, πηγαίνοντας γύρω από την αγία τράπεζα ψάλλοντας το «Άγιοι μάρτυρες» και το «Δόξα σοι, Χριστέ ο Θεός», αποθέτει το δισκάριο με τα ιερά λείψανα πάνω στην αγία τράπεζα, την θυμιατίζει απαγγέλλοντας το 25το ψαλμό: αναγινώσκεται η ευχή «Κύριε ουρανού και γης, ο την αγίαν σου Εκκλησίαν», «τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν: Ευχαριστούμεν σοι, Κύριε ο Θεός των δυνάμεων» Η ακολουθία κατακλείεται με την εναπόθεση των ιερών λειψάνων στις ιδικές θήκες πάνω στα αντιμήνσια με τη σφράγισή τους με κηρομαστίχα, την ανάγνωση της ευχής «Κύριε ο Θεός ημών ο και ταυτην την δόξαν» και την εκφώνιση «Εν ειρήνη προέλθωμεν». Το αντιμήνσιο πρέπει να υπογραφή υπό του αρχιερέως. Μετά τον αγιασμό το αντιμήνσιο πρέπει να βρίσκεται πάνω στην αγία τράπεζα επί 7 μέρες και κάθε μέρα πρέπει να τελήται πάνω σ' αυτό η θεία λειτουργία. Όλες οι ευχές είναι σχεδόν ίδιες με εκείνες των εγκαινίων του ναού, μόνο η ακολουθία τους είναι λίγο διαφορετική: σημειωτεον ότι τα αντιμήνσια αποκαλούνται θυσιαστήρια, δηλαδή, αγίες Τράπεζες.
Η δεύτερη παραλλαγή είναι συντομότερη. Από σήμερα χρησιμοποιείται σε όλες της ελληνόφωνες εκκλησίες. Τον ΙΖ' αι. ήταν σε χρήση στην ιερά Μητρόπολη Κιέβου. Αυτή η τάξη της ακολουθίας περιλαμβάνει τη συνήθη έναρξη, το απολυτίκιο και το κοντάκιο της Πεντηκοστής, το πρωΐμιο του Ακαθίστου Ύμνου «Τη υπερμάχω» (αυτά υπάρχουν μόνο στα νοτιορωσσικά χειρόγραφα), μετά τα αντιμήνσια αποτεθέντα πάνω στήν αγία τράπεζα, ραντίζονται με αρωματικό κρασί, το οποίο αντιστοιχεί στο ροδόσταγμα με τριττή απαγγελία του στίχου 9 του 50ου ψαλμού και του «Ευλογητός ο Θεός ημών, πάντοτε: νύν και αεί: και εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν.», τα αντιμήνσια τρις χρίονται σταυροειδώς με το άγιο μύρο ψαλλουμένου του ψ.139, θυματίζοντας με την ανάγνωση του 25 ψαλμού, ύστερα αναγινώσκονται οι ευχές «Κύριε ουρανού και γης, ο την αγίαν σου Εκκλησίαν» και «Ευχαριστούμεν σοι, Κύριε ο Θεός των δυνάμεων» και η ακολουθία κατακλείεται με την εναπόθεση των ιερών λειψάνων στις θήκες των αντιμηνσίων, την σφράγισή τους με κηρομαστίχα και την ανάγνωση της ευχής «Κύριε ο Θεός ημών ο και ταυτην την δόξαν», και ακολουθεί η θεία λειτουργία.
Απεικονίσεις
Στα αρχαιότερα από τα σωζόμενα αντιμήνσια, που έχουν τη μορφή λινών μανδυλίων (συνήθως συνήθως όχι πολύ μεγάλων) απεικονίζετο με μελάνι ένας σταυρός με πάντα διαφορετικό αριθμό των άκρων. Συχνά απεικονίζετο ένας σταυρός πάνω στον Γολγόθα με τη κεφαλή του Αδάμ, τη λόγχη και τον σπόγγο από τις δύο πλευρές. Έτσι πάνω στο ελληνικό αντιμήνσιο του 16 αι. από την αγιορείτικη μονή Συμωνόπετρας εικονίζεται ένας σταυρός με 30 άκρες στον Γολγοθά. Δίπλα πάνω στο σταυρό συνήθως εχάραζαν το θεωνυμόγραμμα τον Χριστόν «ΙΣ ΧΣ», «ΝΙΚΑ» κατά την περίμετρο ετοποθετείτο η επιγραφή που δίδει την μαρτυρία για τον αγιασμό του αντιμηνσίου, η οποία περιελάμβανε την ημερομηνία, το όνομα της αγίας τραπέζης, ονόματα επισκόπων και αρχόντων και ενίοτε ονόματα των κτητόρων του ναού ή της μονής. Το πιο αρχαίο από τα γνωστά ρωσσικά αντιμήνσια χρονολογείται μέ το 1148/49 και προέρχεται από τον Καθεδρικό Μαό της πόλεως Γιούργιεβ-Πωλσκώϊ.
Συναντώνται και αντιμήνσια που δεν είχαν καθόλου απεικονίσεις, αλλά μόνο επιγραφές, όπως, π.χ. τα αντιμήνσια από τον ναό του αγίου Σεργίου του Ραντονέζ στο Σβυγιάζσκ, χρονολογούμενα μετά 1551, 1558 και το 1605, που μυλάσσονται στην αρχιερατική οικία της Παναγίας του Καζάν (αν και δεν αποκλείεται ότι αρχικά υπήρχε ένας σταυρός, απλά ήταν ζωγραφισμένος με ένα χρώμα ασθενές και σύν τω χρώνω είχε ξεθωριάσει).
Τα σκαλιστά αντιμήνσια εμφανίστηκαν κατά το πρώτο ήμισυ του ΙΖ' αι.. Το πιο παλιό από τα γνωστά αντιμήνσια αυτού του είδους τυπώθηκε από την κασσιτέρινη πλάκα στη Βώλογδα το 1612. Από το 1620 στο Κίεβο άρχισαν να τυπώνουν αντιμήνσια τακτικά, την ίδια εποχή τα τυπωμένα αντιμήνσια εισήχθησαν και στην Ρωσία. Σ' αυτά συνήθως εικονίζονται αγιογραφικές παραστάσεις κυρίως τριών τύπων: οι δύο πρώτοι ανέρχονται στις δυτικές αγιογραφικές πηγές, ο πρώτος τύπος εικονίζει τον Χριστό από μπροστά με ένα φέρετρο, πάνω στο οποίο στέκεται άγιο ποτήριο, μέσα στο οποίο χύνεται το αίμα, από την πλευρά του. Πίσω από τον Χριστό βρίσκεται ένας σταυρός με δύο αγγέλους, από τις δύο μεριές, που κρατάνε ο ένας την λόγχη και ο άλλος την κάλαμο με τον σπόγγο, στις γωνίες εικονίζονται οι 4 ευαγγελιστές (το αντιμήνσιο του 1627, που ανήκε στον Κιέβου Ιωβ (Μπορέτσκυ), το οποίο βρίσκεται στην λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου Νεύσκυϊ). Στο ίδιο εικονογραφικό τύπο ανήκει το αντιμήνσιο από την αγιορείτικη σκήτη της αγίας Άννας. Ο δεύτερος τύπος εικονίζει τον αναστημένο Χριστό να κάθεται πάνω στον Τάφο. Ο τρίτος τύπος έχει την κλασσική για τους ευχαριστιακούς αέρες, δηλαδή τον επιτάφιο με τέσσερις αγγέλους.
Την ευρεία διάδοση τα τυπωμένα αντιμήνσια πήραν από την εποχή του Πατριάρχου Νίκονος, όπου αυτά άρχισαν να τυπώνωνται στο τυπογραφείο της Μόσχας. Η διαταγή του Πατριάρχου Ιωακείμ του 1675 λέγει ότι σε όλους τους ναούς για να αποφεύγεται η σύγχυση πρέπει να υπάρχουν αντιμήνσια τυπωμένα στό τυπογραφείο της Μόσχας. Αν και στά μέσα του ΙΖ' αι. ακόμη εμφανίζονται ξεχωριστά τυπωμένα αντιμήνσια, που επαναλάμβαναν το σχήμα των ζωγραφισμένων με το χέρι αντιμηνσίων με το σταυρό και τον Γολγοθά, αρχίζοντας από την εμφάνιση των αντιμηνσίων σε μορφή σκαλιστής ξύλινης πλάκας το 1652 αρχίζει η τυποποίηση της μορφής και της ζωγραφικής συνθέσεως.
Στη μέση παριστάνεται η ταφή του Χριστού - η σκηνή που ανάγεται στους ευχαριστιακούς αέρες, το Χριστό, κείμενο πάνω στην πέτρα του Τάφου και η Παναγία, που κάθεται από την πλευρά της κεφαλής του Χριστού με τις μυροφόρους γυναίκες, που θρηνούν τον Χριστό. Στα πόδια του Χριστού την στάση της Παναγίας συμμετρικά επαναλαμβάνει ο απόστολος Ιωάννης και πίσω από αυτόν ο Νικόδημος με τον Ιωσήφ του Αριμαθαίο, ο οποίος περιτυλίγει τα πόδια του Χριστού, συνδόνη καθαρά. Από πάνω την όλη σκηνή πλαισιώνουν δύο άγγελοι με τα εξαπτέρυγα. Πίσω από τον Τάφο υψώνεται ένας σταυρός με κλίμακα και η λόγχη με το σπόγγο. Πάνω από τον σταυρό εικονίζεται ο Κύριος Σαβαώθ από το στόμα του οποίου εξέρχεται μια ακτίνα (προς τον Χριστό) με περιστέρι – το σύμβολο του Αγίου Πνεύματος. Στις γωνίες του αντιμηνσίου εικονίζονται τα σύμβολα των 4 ευαγγελιστών σε στρογγυλά πλαίσια (σύμφωνα με την παράδοση περιγραφόμενη από τον Συμεών Θεσσαλονίκης κατά το ΙΕ' αι. να τίθενται πάνω στο αντιμήνσιο 4 κομματάκια υφάσματος με τα ονόματα των τεσσάρων ευαγγελιστών). Ανάμεσα σ' αυτά μέσα σε διακοσμητικά πλαίσια τυπώνονται κείμενα με τις πληροφορίες σχετικά με τον αγιασμό του αντιμηνσίου (το όνομα του ναού και η ημερομηνία συμπληρώνονται με το χέρι). Ο χώρος ανάμεσα στα διακοσμητικά πλαίσια με τους ευαγγελιστές και τα κείμενα γεμιζόταν με φυτικό διάκοσμο (TRAVI). Τα τυπωμένα μοσχοβίτικα αντιμήνσια αυτής της εποχής ήταν γνωστά και έξω από τη Ρωσία, επειδή συχνά αποστέλνονταν μαζί με τα πατριαρχικά δώρα στα Βαλκάνια.
Το καινούριο στάδιο στην τύπωση των μοσχοβίτικων αντιμηνσίων συνδέεται με το όνομα του Πατριάρχη Αδριανού (1690-1700). Επί της πατριαρχείας του είχαν κατασετυασθή δύο πλάκες: η μια ήταν κασσιτέρινη και η άλλη ορειχάλκινη (η οποία επίσης λεγόταν friazhskaya, δηλαδή ιταλική). Η μεν κασσιτέρινη εχρησιμοποιείτο επί ολόκληρη σχεδόν εκατονταετία εξαιτίας της ανθεκτικότητάς της απέναντι στη φθορά. Μ' αυτήν ετυπώνονταν κυρίως τα λινά αντιμήνσια και, επειδή αυτά ήταν πολύ φθηνά, τα αντίτυπα απαριθμούνταν με δεκάδες χιλιάδες, η δε ορειχάλκινη πλάκα εφθάρη πιο γρήγορα και από τα αντιμήνσια που τυπώθηκαν με αυτήν σώζονται λιγότερα. Στο διάκοσμο του «κασσιτέρινου» αντιμημσίου παρατηρείται πολύ έντονη επιρροή του Μπαρόκ, η οποία διεισέδυε στην Ρωσία μέσω της Ουκρανίας. Πιθανόν το πρωτότυπο γι' αυτήν την γκραβούρα απετέλεσε το ουκρανικό αντιμήνσιο του δευτέρου ημίσεως του ΙΖ' αι. Η σκηνή της καταθέσεως του Χριστού εις τον Τάφον πλέον δεν εμπνέεται από τα χειροκεντημένα παλαιά ρωσικά καλύμματα: η Παναγία παρουσιάζεται στο κέντρο, πίσω από τον τάφο μαζί με τον απόστολο Ιωάννη και την Μαρία την Μαγδαληνή. Την κεφαλήν και τους πόδας του Ιησού, κειμένου πάνω στη νεκρική σινδόνα υποβαστάζουν ο Ιωσήφ απ' Αριμαθαίας και ο Νικόδημος, ντυμένοι σε ευρωπαϊκά φορέματα. Το στενό πλαίσιο, που αποτελείται από πολυάριθμα μικρά πλαίσια σέ σχήμα του μενταγιόν: στο κεντρικό από πάνω έχει την εικόνα του αγίου μανδυλίου και τα υπόλοιπα τα σύμβολα των παθών του Χριστού.
Ακόμη πιο κοντά στη Δυτική τέχνη είναι η χάλκινη πλάκα – μήτρα για την κατασκευή των αντιμηνσίων, με κεντρική σκηνή τον επιτάφιο και τα 6 στρογγυλά πλαίσια με απεικονίσει των ευαγγελιστών και των συμβόλων των παθών του Χριστού, που ερμηνεύονται ως αυτοτελείς υποθέσεις με χώρο οργανωμένο σύμφωνα με τους κανόνες της γραμμικής προοπτικής και με τοπειογραφίες. Η Μ.Α. Αλεξέεβα υποθέτει, ότι αυτό το αντιμήνσιο είναι έργο των χειρών του Ουκρανού καλλιτέχνη – αργυροχρυσοχόου Ιννοκεντίου Σύρσκυϊ. Ο τρόπος που είναι οργανωμένη η επιφάνεια του αντιμηνσίου, δηλαδή το να χωρίζεται ο όλος χώρος σε κεντρικό μέρος με την παράσταση του επιταφίου θρήνου και σε πλαίσια με τους ευαγγελιστές και τα σύμβολα των παθών του Χριστού κατά την περίμετρο θα κυριαρχήση στην πλειψηφία των ρωσσικών αντιμηνσίων μέχρι τα τέλη του ΙΘ' αι.
Μετά την ίδρυση της Ι. Συνόδου στά εργαστήρια του Μοσχοβίτη αργυροχρυσοχόου Ι.Φ.Ζούμπωβ εμφανίστηκαν καινούριες πλάκες - μήτρες για την τύπωση των αντιμηνσίων: μια μεγάλη και μια μικρή, σκαλισμένες πάνω στον ορείχαλκο (ΓΡΜ). Ο διάκοσμός τους ανέρχεται στην μεγάλη ορειχάλκινη φόρμα του 1690. το καινούριο στάδιο σημαίνουν τα αντιμήνσια, που δημιουργήθηκαν επί της βασιλείας της Ελισάβετ Πετρώβνα στο κέντρο της ρωσσικής αργυροχρυσοχοΐας, που ήταν η Ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως. Το αντιμήνσιο του 1756, που κατασκευάσθηκε υπό των Β. Ικόννικωβ και Ι. Σοκολώβ σύμφωνα με το σχέδιο του Ε. Γκρύμμελ αποκλίνει από το αναγνωρισμένο σχήμα και παρουσιάζει ένα χαρακτηριστικό δείγμα του Ροκοκό. Το περιθώριο της κεντρικής παραστάσεως δεν έχει αυστηηρή δομή. Η σκηνή του επιταφίου θρήνου τοποθετείται μέσα σε ένα πλαίσιο με οξείες γωνίες μέσα στο οποίο οργανικά εικονίζονται τα σύμβολα των παθών του Κυρίου. Το βάθος του πολυδιαστάτου χώρου τονίζει το φέρετρο, που εικονίζεται τοποθετημένο λοξά. Περιθώριο δεν υπάρχει καθόλου: οι ευαγγελιστές δεν πλαισιώνονται με διάκοσμο, αλλά εικονίζονται γύρω από το πλαίσιο με το κείμενο. Το 1789-90 δοκιμάσθηκε για πρώτη φορά η κατασκευή της ορειχάλκινης μήτρας για την τύπωση των αντιμηνσίων με το γλύφανο και τον κοπτήρα.
Τον ΙΗ' αι. τα αντιμήνσια ετυπώνονταν στα αρχιερατικά τυπογραφεία του Νόβγκοροντ και του Τομπώλσκ.
Από τον ΙΗ'-ΙΘ' σώζονται σπάνια ρωσσικά ζωγραφιστά ξύλινα αντιμήνσια και μάλιστα ένα ανάγλυφο αντιμήνσιο πάνω στο οποίο εικονίζεται επιτάφιος θρήνος με πολύχρωμη ζωγραφιά με σκαλιστή γούβα για τα ιερά λείψανα, το οποίο φυλάσσεται στο τοπογραφικό μουσείο του Κασσύμωβο.
Προτοπρεσβητερος Μαχιμος Μελιντι
Βιβλιογραφία:
1. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εις τον βίον του Κωνσταντίνου, PG 20, II 12, 14.
2. ΕΡΜΕΟΙΥ ΣΩΖΟΜΕΝΟΥ, Historia ecclesiastica, PG 67, I 8.
3. ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΟΣ, Ιστορία εκκλησιαστική και μυστική θεωρία, PG 98, 400C, 417D.
4. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Επιστολαί, PG 99, 1056.
5. ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΟΥ, Επιστολήν βιβλία πέντε, PG 78, 263D-264A.
6. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Περί του αγίου ναού, PG 155, 332-333.
7. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Περί των Ιερών Τελετών, PG 155, 177-178.
8. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ, Historia ecclesiastica, PG 67, I 18.
9. ΡΑΛΛΗΣ Γ., ΠΟΛΤΗΣ Μ. Σύνταγμα των Θείων και ιερών κανόνων . Αθήνα 1852-1859. Τ. 1-6.
10. Acta Sanctorum quotquot toto in orbi coluntur, vel a catholicis scriptoribus celebrantur. Iunii. Antverpiae. Vol. 2, σ. 282.
11. Αγαθωνος Σ. Παρασκευά, Το Αντιμήνσιον: συμβολη εις την μελετην της λατρειας της Ορθοδοξου Ανατολικης Εκκλησιας. Θεσσαλονίκη 1999.
12. Μ. Θεοχαρη, „Αντιμήνσια εκ του Σκευοφυλακίου της Μονής τού Σινά”, Πανηγυρικός τόμος επί τη 1400η Αμφιετηρίδι της Ιεράς Μονής Σινά, Αθήνα 1971, σσ. ρλζ-ρν.
13. „Αντιμήνσια”, Θησαυροί του Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 490-501.
14. Νειλος Σιμωνοπετριτης, „Αντιμήνσια”, Σιμωνόπετρα Άγιον όρος, διευθ. εκδ. Στ. Παπαδόπουλος, εκδ. Ελληνικής Τραπέζης Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ), Αθήνα 1991, σσ. 248-250.
15. Amanieu A., „Antimense”, Dictionnaire de Droit canonique, vol. I, Paris 1935, σσ. 586-589.
16. Беляев Д., „Ежедневные приемы византийских царей и праздничные выходы их в храм Св. Софии в IX-X вв.”, Записки Императорского Русского Археологического общества, СПб 1893, т. 6, σσ. 173-177.
17. Булгаков С., Настольная книга священно-церковно-служителя, Том 4, Москва 1993.
18. Branişte E., Liturgica generală. Bucureşti 1993, σσ. 603-606.
19. Branişte E., Niţoiu G., Neda Gh., Liturgica teoretică, Bucureşti 2002, σσ. 111-112.
20. Cocora G., „Antimisul mitropolitului Antim Iverianul”, Mitropolia Olteniei, 18 (1966), σσ. 835-837.
21. Cotoşman Gh., „Antimisele Mitropoliei Banatului”, Mitropolia Banatului, 15 (1965), σσ. 718-740.
22. Дебольский Г., Православная Церковь в ее таинствах, богослужении, обрядах и требах, Москва 1994.
23. Eisenhofer L., „Antimension”, Lexikon für Theologie und Kirche, Freiburg im Breisgau 1930, vol. I, σ. 488.
24. Eusebiu de Cezareea, „Viaţa lui Constantin cel Mare”, Părinţi şi Scriitori Bisericeşti, studiu introductiv de Prof. Dr. Emilian Popescu, traducere şi note de Padu Alexandrescu, vol. 14, Bucureşti 1991, II 12, 14.
25. Gaspar Iu., „Un antimis din 1732 al Mitropolitului Rafail al Kievului la Schitul Lacuri”, Mitropolia Moldovei şi Sucevei, 5-8 (1978), σσ. 571-573.
26. Гошев И. Антиминс: Литургично и црковно исторично изысканието, София 1925.
27. „Ταξις γινομένη επι καθιερώσει αντιμήνσιον”, Ευχολόγιον το Μέγα, Αθήνα 1992, σσ. 326-328.
28. Желтов М., Попов И., „Антиминс”, Православная Энциклопедия, Том 2, Москва 2001. σσ. 489–492.
29. Желтов М., „Чин освящения храма и положения святых мощей в византийских Евхологиях XI в.”, Реликвии в искусстве и культуре восточного христианского мира, Москва, 2000, σσ. 111-126.
30. Ivan I., „Sfântul Antimis. Importanţa unor antimise de la Mînăstirile Neamţ şi Secu”, Mitropolia Moldovei şi Sucevei, 5-6 (1968), σσ. 269-297.
31. MILAŞ N., Canoanele Bisericii Ortodoxe însoţite de comentarii, trad. de Uroş Kovincici şi Dr. Nicolae Popovici, Arad 1931.
32. Mitrofanovici V., Tarnavshi T., Prelegeri academice despre Liturghia Bisericii dreptcredincioase răsăritene, Cernăuţi 1909.
33. Настольная книга священнослужителя, Т. 4, Москва 2001.
34. Нефедов Г., Таинства и обряды Православной Церкви, Москва 1999, σσ. 288-289.
35. Никольский К., Об антиминсах в Православной Русской Церкви, Москва 2005.
36. О значении и древности действий, совершаемых при основании храмов, Христианское чтение, 1844, ч. 2, σσ. 86-87.
37. Островский К., „Об антиминсах Православной Церкви”, Московские Епархиальные Ведомости, № 3-4/2005.
38. Petrides S., „L’antimension”, Echos d’Orient, t. III (1900), σσ. 193-202.
39. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, „Antimension”, Dictionnaire de Theologie Catholique, I, Paris 1923, col. 1389-1391.
40. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, „Antimensium”, Dictionnaire d’Archéologie chrétienne et de Liturgie, I, Paris 1924, col. 2319-2326.
41. Popovici G., Studii religios-morale şi liturgice, Chişinău 1934, σσ. 379-384.
42. Pruteanu P., Litughia Ortodoxă: istorie şi actualitate, Bucureşti 2008, σσ. 352-354.
43. „Rânduiala sfinţirii antimiselor”, Arhieraticon, adică rânduiala slujbelor săvârşite cu arhiereu, Bucureşti 1993, σσ. 119-130.
44. Simeon al Tesalonicului, „Despre sfinţirea bisericii”, Tratat asupra tutror dogmelor, vol. I, Suceava 2002.
45. Служебник, Москва 2001.
46. Trembela P., „Aντιμήνσιον”, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεια, Αθήνα 1928, σ. 881.
47. TuŢă M.N., Sfântul Antimis – Studiu istoric, liturgic şi simbolic, Bucureşti 1943, σσ. 29-38.
48. Vintelescu P., Liturghierul Explicat, Bucureşti 1972, σσ. 149-150.
49. Чиновник архиерейского священнослужения, Т.2. Москва 1983, σσ. 28-44, 134-167.
50. Шиманский Г., Литургика: Таинства и обряды. Москва 2003.
[1] Στα αντιμήνσια δε βάζουν λείψανα άλλων αγίων παρά μόνο των μαρτύρων επειδή αυτοί μόνο έθεντο τας ψυχάς αυτών υπέρ του Χριστού και δι' αυτό αποτελούν το παράδειγμα της αληθούς θυσίας.
Niciun comentariu :
Trimiteți un comentariu